Ο Κώστας Αβραμίδης γράφει για το βιβλίο του Dermot Keogh „Jews in the twentieth-century Ireland – Refugees, Anti-Semitism and the Holocaust” (Cork University Press, 1998).
Για να κατανοήσει κάποιος/α τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λαμβάνει χώρα ένα γεγονός ή μια σειρά γεγονότων σε μια κοινωνία ανθρώπων πρέπει να κατανοήσει όσο είναι δυνατόν την εξέλιξη αυτής της κοινωνίας σε βάθος χρόνου, τις συνθήκες και τα γεγονότα, καθώς και το πώς έβλεπε αυτή η κοινωνία ανθρώπων το είδωλό της στον «καθρέφτη» κατά την διάρκεια της τότε εξέλιξης της.
Επίσης πρέπει να λάβει υπόψιν το συνεχώς αυξανόμενο χάσμα που το πέρασμα του χρόνου δημιουργεί για την κατανόηση των πραγμάτων μεταξύ της σημερινής γενιάς ανθρώπων και των σημερινών κοινωνιών και όλων των προηγούμενων ανθρώπων και κοινωνιών που προϋπήρχαν, δυσκολεύοντας έτσι ακόμη περισσότερο το έργο μιας ερευνήτριας/ενός ερευνητή που θέλει να καταπιαστεί με την κατανόηση αυτών των γεγονότων.
Η Εβραϊκή κοινότητα της Ιρλανδίας στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν πάρα πολύ μικρή, αλλά εξίσου περιθωριοποιημένη όπως άλλες μεγαλύτερες κοινότητες σε άλλες χώρες της Ευρώπης, αριθμούσε μερικές εκατοντάδες ανθρώπων ανάμεσα σε εκατομμύρια χριστιανικού πληθυσμού, και ήταν εξίσου αχειραφέτητη όσο και η καθολική πλειοψηφία που ζούσε στο νησί.
Ο καθολικός Ντάνιελ Ο’Kονέλ που είχε εκλεγεί στο Βρετανικό κοινοβούλιο στις αρχές του 19ου αιώνα κατάφερε μετά από πολύ μεγάλη προσπάθεια να κερδίσει την απόκτηση βασικών πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων για τους Καθολικούς καθώς και για τους Εβραίους, μετά από παράκληση μελών της Εβραϊκής κοινότητας που ζούσαν στα Βρετανικά νησιά και την Ιρλανδία και με τα οποία ο Ο’Κονέλ διατηρούσε στενές επαφές και σχέσεις.
Κατά την διάρκεια του καταστροφικού λοιμού του 1845, που κράτησε για σειρά επτά ετών προκαλώντας το θάνατο ενός εκατομμυρίου κατοίκων και την μετανάστευση άλλων δύο εκατομμυρίων κατοίκων του νησιού, η μικρή Εβραϊκή κοινότητα βρέθηκε εξ αρχής στην πρώτη γραμμή των προσπαθειών για βοήθεια των πληγέντων.
Κατά την διάρκεια των ρωσικών αντισημιτικών πογκρόμ που 1880-1890 που ενεργοποιήθηκαν από τα αντισημιτικά μέτρα της Ρωσικής αυτοκρατορίας το 1882 και 1891 ένας μεγάλος πληθυσμός Ρώσων Εβραίων προσφύγων, που υπολογίζεται σε δυο εκατομμύρια ανθρώπων, εγκατέλειψε άρον άρον, μεταξύ του 1880 εως το 1914, τον τόπο τους και τα περισσότερα υπάρχοντά τους μεταναστεύοντας κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αλλά και στην Παλαιστίνη, Καναδά, Νότια Αφρική, Βρετανία και Ιρλανδία.
Οι Εβραίοι πρόσφυγες που βρίσκουν καταφύγιο στην Βρετανία και Ιρλανδία αυξάνουν τον αριθμό των Εβραίων στα νησιά, αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό, ο αριθμός των Εβραίων συνεχίζει να παραμένει πολύ μικρός σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό. Οι πρόσφυγες στο νησί της Ιρλανδίας εγκαθίσταται, κατά πλειοψηφία, στις μεγαλύτερες πόλεις του νησιού (Δουβλίνο, Μπέλφαστ, Κόρκ, Λίμερικ) καθώς οι πόλεις προσφέρουν μεγαλύτερη ασφάλεια και δυνατότητα εξοικονομησης των προς το ζην.
Κατά την διάρκεια των γεγονότων της υπόθεσης Ντρέιφους, ο εθνικιστής αρχηγός του Σιν Φέιν, Άρθουρ Γκρίφιθ, επιτρέπει την δημοσίευση αντισημιτικών άρθρων στο επίσημο όργανο της οργάνωσης United Irishman. Στα τέλει του 1899 ο ίδιος γράφει στην εφημερίδα της οργάνωσης: «Έχω δηλώσει και παλαιότερα ότι οι τρεις πιο δαιμονικές επιρροές του αιωνα είναι ο πειρατής, ο μασόνος, και ο Εβραίος». O Άρθουρ Γκρίφιθ που είχε ζήσει για αρκετό διάστημα στην Νότια Αφρική έγραψε επίσης στην εφημερίδα του για τους «βρομιάρηδες Εβραίους που έχουν εξαπλωθεί απο το Γιοχάνεσμπουργκ ως το Χάιντ Παρκ (Λονδίνο)».
Οι δηλώσεις στελεχών της Εβραϊκής κοινότητας ότι η Ιρλανδία είναι η ασφαλέστερη και ίσως η μοναδική χώρα στην Ευρώπη όπου δεν διώκονται οι Εβραίοι καταρρίπτονται γρήγορα και ηχηρά από τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στην πόλη του Λίμερικ το 1904, που αργότερα θα μετονομαστούν και ως το «πογκρόμ του Λίμερικ».
Ένας καθολικός ιερέας, ο πάτερ Creagh, ξεσηκώνει τον ντόπιο πληθυσμό κατά της τοπικής Εβραϊκής κοινότητας που αριθμεί είκοσι πέντε οικογένειες, κατά συντριπτική πλειοψηφία φτωχών βιοπαλαιστών. Οι απειλές λιντσαρίσματος, ο προπηλακισμός, καθώς και το μποϋκοτάζ συναλλαγών με την κοινότητα που κρατάει για σειρά μηνών καθιστά αδύνατη την παραμονή των προσφύγων στο Λίμερικ. Το γεγονός ότι δεν υπήρχαν θύματα οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην προστασία που η αστυνομία παρείχε στην κοινότητα. Οι δε χλιαρές εκκλήσεις της τοπικής ιεραρχίας της καθολικής εκκλησίας δεν έχουν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Οι Εβραϊκές οικογένειες υποχρεώνονται να ξεπουλήσουν ότι λίγα υπάρχοντα έχουν και να ξαναμεταναστεύσουν κατά κόρον στην Μεγάλη Βρετανία και την Αμερική.
Τα επόμενα χρόνια με την έξαρση του ιρλανδικού καθολικού εθνικισμού η μικρή κοινότητα θα βρεθεί αντιμέτωπη με σοβαρά δίλημματα. Κατά την διάρκεια του πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου μέλη εθνικιστικών ενόπλων οργανώσεων στην Ιρλανδία θα ξεσηκωθούν κατά των Βρετανών το 1916 με κύριο αίτημα την ανεξαρτησία και την δημιουργία ενός ανεξάρτητου Ιρλανδικού Καθολικού κράτους. Μετά το τέλος του πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, θα υπογραφεί συμφωνία μεταξύ των Ιρλανδών εθνικιστών και της Βρετανικής κυβέρνησης με την παραχώρηση των 26 κομητειών για τη δημιουργία ιρλανδικού ανεξάρτητου κράτους. Αυτή η συμφωνία δεν περιλαμβάνει τις έξι κομητείες του Ulster στο Βορρά καθώς η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι Ιρλανδοί διαφόρων Προτεσταντικών δογμάτων (Πρεσβυταριανοί, Αγγλικανοί, Μεθοδιστές, Βαπτιστές κ.α.) που αισθάνονται απειλούμενοι από το νέο καθεστώς που ξεδιπλώνεται στο νησί και αντιστέκονται σθεναρά – εξοπλίζονται και οργανώνονται σε παραστρατιωτικές οργανώσεις – στην προοπτική ενσωμάτωσής τους στο νέο κράτος.
Η συμφωνία που επιτυγχάνεται μεταξύ των Ιρλανδών Καθολικών εθνικιστών και του Βρετανικού κράτους θα φέρει τον διχασμό μεταξύ διαφορετικών εθνικιστικών κατανοήσεων και την ένοπλη εμφύλια σύρραξη. Η μικρή Ιρλανδική κοινότητα του νησιού έχοντας μπροστά της όλες αυτές τις δραματικές εξελίξεις θα προσπαθήσει να ενσωματωθεί στα νέα «κράτη» και στο πολιτικό περιβάλλον που θα αναδυθεί, δλδ τη Βόρεια Ιρλανδία και την Ιρλανδία.
Τα πράγματα θα πάνε από το κακό στο χειρότερο καθώς ο εθνικισμός, ο φασισμός και ο Ναζισμός κατευθύνονται προς το απόγειο τους με κύριο αποτέλεσμα τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα.
Τις δεκαετίες του 30 και 40 στην πολιτική σκηνή της Ιρλανδίας τα πράγματα που προκαλούν φόβο, ανασφάλεια και θλίψη στα μέλη της κοινότητας μέσα στη χώρα, είναι η άνοδος του εθνικιστικού, φασιστικού και αντισημιτικού κινήματος των blueshirts του στρατηγού Όουεν Ο’Ντάφυ, η εξωτερική πολιτική της Ιρλανδίας ως αναφορά την Γερμανία και τους Γερμανούς Εβραίους πρόσφυγες καθώς και οι κινήσεις του εθνικιστικού Σιν Φέιν-ΙΡΑ που έκανε προσπάθειες να πείσει τους Ναζί να τους βοηθήσουν να ενσωματώσουν την Βόρεια Ιρλανδία στο Ιρλανδικό κράτος!
Οι δε φασίστες και εθνικιστές του Όουεν Ο’Ντάφυ παρότρυναν τους εθνικιστές του Σιν Φέιν-ΙΡΑ να τους βοηθήσουν να ξεφορτωθούν τους Εβραίους από την χώρα. Ειδικά τη δεκαετία του ‘30 με την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού στην Γερμανία και την προσπάθεια των Γερμανών Εβραίων να εγκαταλείψουν τη χώρα, θα γίνουν δραματικές και αλλεπάλληλες εκκλήσεις της Ιρλανδικής Εβραϊκής κοινότητας και ιδιαίτερα από τον Αρχι-Ραβίνο της Ιρλανδίας Ισαάκ Χέρτζογκ (πατέρα του 6ου προέδρου του Ισραήλ Χαΐμ Χέρτζογκ) στην Ιρλανδική κυβέρνηση να παράσχει άσυλο κυρίως σε παιδιά αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η Ιρλανδία δεν έσωσε κανένα Εβραίο από το Ολοκαύτωμα, ούτε όταν αυτό ήταν σχετικά εύκολο και εφικτό, την δεκαετία του ‘30, αλλά ούτε αργότερα κατά την διάρκεια του πολέμου.
Κάτι ακόμη που δυσκόλευσε τα πράγματα επιπλέον ήταν το γεγονός ότι της διπλωματικής αποστολής της Ιρλανδίας στην Γερμανία από την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού ως το 1939, θα ηγείται ένας Ιρλανδός διπλωμάτης που αναμασούσε την Εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα των Ναζί. Επίσης, κατά την διάρκεια της ύπαρξης του Ναζισμού και του ιταλικού φασισμού, πράκτορες των δυο αυτών καθεστώτων/χωρών θα κινούνται ανενόχλητοι στο Δουβλίνο, κατέχοντας μερικοί από αυτούς υψηλά ιστάμενες θέσεις στην πόλη, και εις γνώσην των Ιρλανδικών μυστικών υπηρεσιών και της κυβέρνησης.
Ο αντισημιτισμός της συντριπτικής πλειοψηφίας της ιρλανδικής κοινωνίας θα λειτουργήσει ως φόβητρο για δράση από την ιρλανδική κυβέρνηση και κόμματα. Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι παρότι ανώτεροι πολιτικοί άντρες της Ιρλανδίας και αρκετοί ακαδημαϊκοί, κατά την πλειοψηφία τους δεν ήταν αντισημίτες, και διατηρούσαν καλές, και σε πολλές περιπτώσεις στενές προσωπικές και οικογενειακές σχέσεις με μέλη της κοινότητας, η κοινωνία κατά κόρον δεν έτρεφε τα ίδια αισθήματα για την πολύ μικρή Εβραϊκή κοινότητα της χώρας.
Αξιοσημείωτη – και μέχρι σήμερα ανεξήγητη – είναι η συμπεριφορά του πρωθυπουργού Έμον Ντεβελέρα και του προέδρου της χώρας Ντάγκλας Χάιντ, που λίγο μετά το θάνατο του Χίτλερ, έσπευσαν να αποδώσουν τα συλλυπητήρια τους στην Γερμανική πρεσβεία στο Δουβλίνο!
Μετά το πέρας του πολέμου η Εβραϊκή παρουσία στην Ιρλανδία άρχισε να μειώνεται αργά αλλά σταθερά, σήμερα η Εβραϊκή κοινότητα της Ιρλανδίας παραμένει μια από τις μικρότερες Εβραϊκές κοινότητες στην Ευρώπη.
Την ώρα που έγραφα αυτό το κείμενο για το βιβλίο του καθηγητή Ιστορίας του πανεπιστημίου του Κόρκ (UCC) Dermot Keogh, δημοσιεύτηκε η αναφορά για τα mother and baby homes. Η αναφορά αυτή έχει να κάνει με την μεταχείριση των ανύπαντρων γυναικών και των εξώγαμων παιδιών τους από το Ιρλανδικό θεοκρατικό κράτος και την Ιρλανδική κοινωνία. Ο αντισημιτισμός και ο ρατσισμός και η μεταχείριση των γυναικών και των παιδιών τους (πατριαρχία), στην Ιρλανδία ίσως να φαντάζουν ως φαινόμενα τα οποία δεν έχουν κοντινή σχέση.
Κατά την προσωπική μου άποψη, τα δύο αυτά φαινόμενα έχουν ένα κοινό παρονομαστή. Αυτός ο παρονομαστής είναι ο εθνικισμός, στην προκειμένη περίπτωση το εθνικό Καθολικό Ιρλανδικό κράτος, που ήταν το πρόταγμα και αίτημα όλων των πολιτικών εθνικιστικών οργανώσεων που πάλεψαν για την ανεξαρτησία της χώρας από την Βρετανική ηγεμονία.
Η αδυναμία να φανταστούν ένα κοσμικό κράτος που δεν θα ήταν χτισμένο στα θεμέλια της καθολικής πίστης και ιρλανδικής εθνικής ταυτότητας είχε ολέθριες συνθήκες και για τους Εβραίους πρόσφυγες του Ναζισμού, καθώς και για την πλειοψηφία των Ιρλανδών γυναικών.
Μια τελευταία σημείωση έχει να κάνει με την αναφορά για την μεταχείριση των γυναικών στα ίδια ίδρυματα (καθολικά και προτεσταντικά) στην Βόρεια Ιρλανδία. Παρότι έχουμε να κάνουμε με δυο διαφορετικά εθνικιστικά φαντασιακά, η πατριαρχία παραμένει ο κοινός παρονομαστής!
Επιπρόσθετη ανάγνωση:
Tom Garvin: The Evolution of Irish Nationalist Politics
Michael Goldfarb: Emancipation: How Liberating Europe’s Jews from the Ghetto Led to Revolution and Renaissance
Κώστας Αβραμίδης