Χανιώτικα Νέα, 23/07/2012
Γράφει ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ*
[η αναδημοσίευση γίνεται με την άδεια του συγγραφέα]
Ενα εξαιρετικό βιβλίο για το κήρυγμα (“Ας συζητήσουμε επιτέλους για το κήρυγμα”, επιμέλεια: Σταύρος Ζουμπουλάκης) εκδόθηκε πρόσφατα στην Αθήνα από τις βιβλικές εκδόσεις του “Αρτου Ζωής”. Με βιβλία όπως των Ricœur και LaCocque (“Ας σκεφτούμε με τη Βίβλο”) ή του Koch (“Οι προφήτες”) ή ακόμη το “Κυριακοδρόμιο” με τα γραπτά κηρύγματα των βιβλικών θεολόγων στα ευαγγελικά αναγνώσματα, ο “Αρτος Ζωής” προσπαθεί να εμπλουτίσει και να ανανεώσει τον στοχασμό και τη συζήτηση πάνω στη Βίβλο.
Η Βίβλος, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, είναι μία από τις πηγές του Ευρωπαϊκού πολιτισμού (Βλ. Ρεζίς Ντεμπρέ, “Οδοιπορικό στις χώρες της Βίβλου”). Όπως όμως αντιλαμβάνονται πλέον οι μεγάλοι στοχαστές της Ευρώπης -αναφέρω ενδεικτικά την περίπτωση του Γιούργκεν Χάμπερμας- η Βίβλος εκτός από βιβλίο πίστης είναι και βιβλίο σκέψης και στοχασμού, απαραίτητο για κάθε σύγχρονο Ευρωπαίο πολίτη και συνώνυμο της ανθρωπιάς για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Είναι καίριο να καταλάβουμε ότι ο προφήτης Ησαΐας ή οι επιστολές του αποστόλου Παύλου είναι εξίσου σημαντικές για την παιδεία μας του όσο και ο Όμηρος ή ο Θουκυδίδης. Το “Ας συζητήσουμε επιτέλους για το κήρυγμα” περιέχει κείμενα για την ιστορία του κηρύγματος στην Ελλάδα (π. Α. Πινακούλας, Γ. Μποροβίλος), εισηγήσεις για τη ζωή και το έργο μεγάλων κηρύκων της καθολικής και προτεσταντικής χριστιανικής Εκκλησίας, όπως του Τζων Νιούμαν (π. Δ. Μπαθρέλλος), του Ντήτριχ Μπονχαίφφερ (Στ. Ζουμπουλάκης) και του Στάνλεϋ Χάουερβας (π. Ε. Γκανάς) και δύο επιλογικές ομιλίες για την απελπιστική κατάσταση του κηρύγματος στη σημερινή ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία (π. Θ. Μαρτζούχος, π. Β. Χαβάτζας). Ας σημειώσουμε επίσης ότι κάθε ομιλία πλαισιώνεται από τη συζήτηση που την ακολούθησε. Η συζήτηση και ο στοχασμός πάνω στον κόσμο μας με τη Βίβλο ανοιχτή είναι ακριβώς αυτό που λείπει από τη σημερινή Εκκλησία και τους σημερινούς χριστιανούς και σε αυτή την πρόκληση προσπαθεί να απαντήσει και ο “Αρτος Ζωής”.
Πράγματι, το βιβλίο ξεκινά με την ειλικρινή διαπίστωση ότι εκκλησιαστικό κήρυγμα βρίσκεται δεκαετίες τώρα σε κατάσταση απελπιστική: «στους ναούς μας ή δεν γίνεται κήρυγμα ή αυτό που γίνεται καλύτερα ας μην γινόταν. Οι εξαιρέσεις μετριούνται στα δάχτυλα. Υπάρχει όμως και κάτι χειρότερο από αυτό: το κήρυγμα δεν φαίνεται να απασχολεί σχεδόν κανέναν. Ελάχιστων κληρικών και θεολόγων ταράζει τον ύπνο η κατάσταση του κηρύγματος. Αλλά υπάρχει και το τρισχειρότερο: το κήρυγμα -το κήρυγμα εν γένει, όχι απλώς αυτό που υπάρχει σήμερα- θεωρείται περιττό, κάτι που έρχεται να διαταράξει την πληρότητα και το κάλλος της θείας λειτουργίας, σχεδόν επιζήμιο. Την άποψη αυτή μάλιστα την εκφράζουν πολλοί από τους πιο συνειδητούς και συνεπείς χριστιανούς της Εκκλησίας μας. Χρειάζεται λοιπόν να πείσουμε ξανά ότι το κήρυγμα δεν είναι μια ρητορεία, παρά είναι ο τρόπος με τον οποίο η Εκκλησία απευθύνει εξακολουθητικά την κλήση του Θεού προς τον καθέναν από εμάς, και μόνον όταν η απάντηση του καθενός μας σε αυτήν την κλήση είναι ιδού εγώ, μόνο τότε γινόμαστε μέλη του λαού του Θεού, μέλη της Εκκλησίας».
Από τα κείμενα του βιβλίου ξεχωρίσαμε δύο. Το πρώτο είναι του π. Βασιλείου Χαβάτζα, “Το κήρυγμα στην πραγματικότητα”. Ο π. Χαβάτζας επισημαίνει και αναλύει επτά προβληματικά στοιχεία στον εκκλησιαστικό χώρο που δυσχεραίνουν ή ακόμη και απαξιώνουν, σήμερα, το κήρυγμα: 1) την υποτίμηση του Λόγου και την αποδοκιμασία της διανοητικής λειτουργίας που «υποτίθεται ότι δεν έχει θέση στη χριστιανική πίστη», 2) μια σαφή θεολογική υστέρηση στο κήρυγμα: «το Ευαγγέλιο περιφρονείται, η θεολογία μπορεί να νοηματοδοτεί τον λόγο αλλά έχει αξία μόνο ως στοιχείο αντιπαράθεσης με αιρετικούς, αντιπάλους κ.λπ. και απομένουν οι ευσεβείς διηγήσεις και ιστορίες είτε από τα γεροντικά είτε, κατά προτίμηση, από τους σύγχρονους γέροντες», 3) ο ιερέας, είτε εκ πεποιθήσεως είτε από εθισμό στην καθημερινή πράξη, οδηγείται στο να γίνεται μόνο «τελετουργός αγιαστικών πράξεων, υποτιμώντας το έργο της διδασκαλίας», 4) η παραπάνω αντίληψη οδηγεί και το εκκλησιαστικό σώμα στη νοοτροπία ότι το κήρυγμα είναι περιττός πλεονασμός και όχι, ως όφειλε, αναπόσπαστο μέρος της λειτουργικής συνάξεως 5) μια εξουσιαστική αντίληψη «που διατρέχει πολλές φορές εμάς τους κληρικούς απέναντι στον λαό» και υποτιμά το ακροατήριο, 6) την τάση που υπάρχει να καθίσταται το κήρυγμα ιδεολογική τοποθέτηση και, τέλος, 7) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η λεγόμενη “επικαιροποίηση” του κηρύγματος: «φοβούμαι ότι συχνά η επικαιροποίηση καταντά ένας απλός σχολιασμός της επικαιρότητας, χωρίς καμία ουσιαστική συζήτηση από ευαγγελική σκοπιά για την πραγματικότητα». (σ. 200-203). Σε αυτό το τελευταίο σημείο, ο π. Χαβάτζας αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο πολλοί ιερείς αναφέρονται στην τρέχουσα κρίση, όπως περίπου οι αρχηγοί των λαϊκιστικών κομμάτων, χωρίς ποτέ να επισημαίνουν την ευθύνη του ακροατηρίου τους για τον τρόπο ζωής του.
Ας αναφερθούμε, τέλος, στη συγκλονιστική περίπτωση του Γερμανού αντιχιτλερικού πάστορα Ντήντριχ Μπονχαίφφερ σύγχρονου μάρτυρα της χριστιανικής πίστης, όπως παρουσιάζεται από τον Σταύρο Ζουμπουλάκη. Ο Μπονχαίφερ είναι ιδρυτικό μέλος της “Ομολογούσας Εκκλησίας” στη Γερμανία, που αποσπάστηκε από την επίσημη προτεσταντική Εκκλησία όταν η τελευταία, κάτω από την πίεση του κινήματος των Γερμανών Χριστιανών (Deutsche Christen) υποτάχτηκε στην εξουσία των ναζί. Οι ναζί τον κρέμασαν στις 4 Απριλίου 1945, σε ηλικία 39 ετών, στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Φλόσσενμπουργκ, ένα μήνα πριν από την επίσημη παράδοση της Γερμανίας. Στα μαθήματά του για το κήρυγμα της δεκαετίας του 1930 ο Μπονχαίφφερ θα τονίσει τη βασική του θέση ότι ο κήρυκας δεν είναι «συνήγορος του Θεού αλλά μάρτυρας». Ο κήρυκας δεν (πρέπει να) είναι «δικηγόρος του Θεού και της Αγίας Γραφής» που πασχίζει να πείσει για το δίκιο τους, αλλά μάρτυρας. Συμπληρωματικά προς αυτή τη βασική θέση ο Μπονχαίφφερ τονίζει ότι «ο κήρυκας δεν είναι αυτός που αναγγέλλει την αμαρτία, αλλά αυτός που μαρτυρεί για τη νίκη κατά της αμαρτίας». «Μη χρησιμοποιείς το κήρυγμα σαν ρόπαλο για να τσακίσεις την κοινότητα». «Είμαστε μάρτυρες, λέει, και όχι οι σάλπιγγες της τελικής κρίσης». Όπως επισημαίνει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης (σ. 135) «ο κήρυκας είναι μάρτυρας του Χριστού, σύμφωνα με την εντολή «μάρτυρές μου έσεσθε» (Πρ. 1,8 και Λκ. 24,48). Είναι μάρτυρας όπως ο Χριστός, «ο μάρτυς ο πιστός (Απ. 1,5· 3,14), όπως ο Θεός ο ίδιος (Ιω. 5,9· Ρωμ 1,9)». Το ερώτημα που διατυπώνει ο Μπονχαίφφερ σε γράμμα του (γράμμα της 30ης Απριλίου 1944) προς τον επιστήθιο φίλο του Μπέτγκε λίγες μέρες πριν την εκτέλεσή του, δηλαδή το «πώς ο Χριστός θα είναι ο Κύριος της ζωής και εκείνων που δεν έχουν θρησκεία;» είναι μάλιστα, σύμφωνα με τον Στ. Ζουμπουλάκη, το κατεξοχήν κηρυγματικό ερώτημα της εποχής μας. Πιστεύουμε ότι το ερώτημα αυτό συνδέεται καίρια με την ηθική πλευρά της θρησκείας, χωρίς την οποία -χωρίς την καθημερινή θυσία για τον «ελάχιστο αδελφό» που εντέλλεται ο ίδιος ο Χριστός- αυτή καταντά μια απλή τυπολατρία.
*φιλόλογος, διδάκτωρ φιλοσοφίας, διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο