Ψυχαναλυτική και πολιτισμική ανάλυση του εθνικοσοσιαλισμού και του αντισημιτισμού

του Θάνου Λίποβατς

[πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Σύναξη, τεύχος 125: Χριστιανοί και Ναζισμός. 2013. Το άρθρο αναδημοσιεύεται στο παρόν ιστολόγιο με την άδεια του συγγραφέα.]

Ι. Πολιτισμική ανάλυση του ρατσισμού.  

Μετά την Αναγέννηση και την Μεταρρύθμιση (από το 1500 και έπειτα) εξαφανίστηκαν σταδιακά μέχρι το 1789 οι «διαφορές»,[i] δηλ. καταργήθηκαν οι κάστες και τα προνόμια  των ευγενών, των κληρικών και των συντεχνιών. Αυτός ο δημοκρατικός και ατομικιστικός χαρακτήρας  των μεταρρυθμίσεων εκφράστηκε ως ατομική ελευθερία και ισότητα εμπρός στο Νόμο. Αλλά μία συνέπεια αυτής της επαναστατικής μεταβολής υπήρξε ο καπιταλισμός και η βιομηχανική οικονομία, με τις συνέπειες του ξεριζώματος των ανθρώπων από τις παραδοσιακές κοινότητες, που έδιναν μία σιγουριά στα άτομα (με το τίμημα των πελατειακών σχέσεων και της έλλειψης ατομικότητας). 

Το «βάρος της ελευθερίας»[ii] προκάλεσε ψυχικές και πολιτισμικές αντιδράσεις. Η ισοπέδωση, ως μια πρωτόγονη μορφή δημοκρατικής ισότητας οδήγησε πολλούς στο λαϊκισμό, στην ψυχολογία της μάζας. Η κρίση του νεωτερικού πολιτισμού, δημιουργεί μία γενική δυσφορία,[iii] εφόσον είναι ένα διαρκές γνώρισμα του, ενώ παλαιά και νέα στοιχεία συνυπάρχουν (όπου «παλαιό και νέο» δεν ταυτίζονται με τη διαφορά «καλό και κακό»). Ετσι διαιωνίζεται μία κατάσταση ανομίας και συνεχούς απογοήτευσης, η οποία οδηγεί ορισμένους σε ριζικές, «αποκαλυπτικές» και βίαιες λύσεις, ενώ άλλους τους ωθεί στην αναζήτηση παλαιών, σταθερών μοντέλλων.

Οι ιεραρχικές (και «οντολογικές») διαφορές[iv] αποτελούσαν πάντα στις παραδοσιακές κοινωνίες  μία μορφή της Διαφοράς: η τάση κατάργησης τους στην νεωτερική κοινωνία  είναι πάντα ατελής και μερική. Όμως η αυταπάτη πολλών στην νεωτερική εποχή έγκειται στο ότι μπορεί να καταργηθεί και κάθε συμβολική Αυθεντία, που βασίζεται στο Νόμο. Αυτό που όμως καταργήθηκε πράγματι είναι η παραδοσιακού τύπου κυριαρχική σχέση κυρίου και υπηρέτη.

Αλλά είναι αδύνατον σε μία διαφοροποιημένη κοινωνία  να καταργηθεί η χαρισματική εξουσία ορισμένων ατόμων, ή η γραφειοκρατική εξουσία  των προϊσταμένων, όταν αυτοί οι δυο τύποι νομιμοποιούνται από ιδιαίτερα προσόντα και γνώσεις, γενικώς παραδεκτά. Δημοκρατικά νομιμοποιημένη είναι μόνον η κατάργηση της αυθαίρετης και απεριόριστης εξουσίας, ιδιαίτερα όταν προέρχεται από την καταγωγή ή την περιουσία.

Μία Δημοκρατία μπορεί και πρέπει να αναγνωρίζει τις νομιμοποιημένες διαφορές, αλλά ψυχολογικά (ασυνείδητα) το πρόβλημα δεν σταματά εδώ. Σε ορισμένους η Δημοκρατία εμφανίζεται γενικά ως μία απειλή της επιστροφής στο σχετικισμό και στην ομογενοποίηση, η οποία παράγει άγχος. Οι ισοπεδωτικές τάσεις υπάρχουν σε μία δημοκρατική κοινωνία  ανεξάρτητα από τις φαντασιώσεις των ρατσιστών, και αποτελούν ένα πραγματικό πρόβλημα. Ο ρατσισμός (παράλληλα με τον εθνικισμό και τον ιμπεριαλισμό), ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αιώνα, αποτελεί μία ιδεολογία και μία πολιτική θρησκεία. Οσα αναφέρονται εδώ για τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό ισχύουν και για κάθε φασιστικό και εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα του 20ού και του 21ου αιώνα.

Για τον ρατσιστή κάθε Δημοκρατία είναι ισοπεδωτική, για έναν διαφοροποιημένο πολίτη  όμως υπάρχουν πολλές ποιότητες Δημοκρατίας. Οι ισοπεδωτικές τάσεις προέρχονται από τη μια από την κυριαρχία του εμπορεύματος και του χρήματος, και από την άλλη από ορισμένες, γνωστικές, αντινομιστικές ιδεολογίες. Η κυριαρχία του οικονομικού σημαίνει ότι όλες οι ποιοτικές και συμβολικές διαφορές ισοπεδώνονται,[v] και ισχύει μόνον η διαφορά ποσότητας του χρήματος, και της ποζιτιβιστικής επιστήμης.    

Αλλά ενώ οι κοινωνικές  ανισότητες  στον καπιταλισμό προέρχονται από την κυριαρχία του χρήματος, αυτό δεν αντιφάσκει με την πολιτιστική  ισοπέδωση των αξιών και των ταυτοτήτων, ιδιαίτερα στην ύστερη νεωτερικότητα. «Όλα είναι δυνατά» χάρην στο χρήμα και όλοι είναι υπόδουλοι στην κατανάλωση και στο κακό γούστο. Από την άλλη, οι αντι-νομιστικές αντιλήψεις ορισμένων αριστερίστικων, ισοπεδωτικών τάσεων, ταυτίζουν φαντασιακά το Νόμο με την εξουσία και με το χρήμα, και  ισοπεδώνουν τις διαφοροποιήσεις, που προϋποθέτει κάθε κοινωνία.

Η πολιτισμική ερμηνεία του ρατσισμού τονίζει εδώ το άγχος  των ρατσιστών απέναντι στην κατάργηση των παραδοσιακών διαφορών, και την προσπάθεια εισαγωγής νεωτερικών, διαφορών, σοσιαλδαρβινιστικής έμπνευσης. Η αμοραλιστική, μηδενιστική, «πρωτοποριακή», αναρχική απόρριψη κάθε είδους αξιών, ευνοεί ωστόσο τον ισοπεδωτισμό με προκλητικό τρόπο. Αποτελεί συμμετρικά την αντίστροφη μορφή μηδενισμού  στο  μηδενισμό των ρατσιστών, εφόσον και οι δύο απορρίπτουν το Νόμο και τις ηθικές αξίες. Και οι δύο αναφέρονται στο «δικαίωμα στη διαφορά» και έχουν ισοπεδωτικές  συνέπειες, αλλά με άλλο τρόπο. Ο κοινός εχθρός τους είναι η Δημοκρατία.    

Ολοι οι προαναφερθέντες λόγοι αναπαράγουν τη δυνατότητα ενός δημαγωγικού, ρατσιστικού Λόγου, ο οποίος απευθύνεται πάντα στους «περιφρονημένους» της κοινωνίας, πέραν των ταξικών διαφορών, ανταγωνιζόμενος  τη δημοκρατική και την σοσιαλιστική κριτική, και συγχρόνως διαστρέφοντας τις. Ο ρατσιστής είναι (οργανιστής) «αντικαπιταλιστής», (αυταρχικός) «αντικρατιστής», (λαϊκιστής) «οικολόγος», κλπ. Αντί της  εμπορευματικής  ισοπέδωσης προτείνει με την τρομοκρατία και τον αποκλεισμό  των ξένων, την ομογενοποίηση και την ισοπέδωση των μελών της καθαρής φυλής στα πλαίσια μίας ιεραρχικής, αυταρχικής οργάνωσης, τα οποία υποτάσσονται τυφλά στον Οδηγό.

ΙΙ. Ψυχαναλυτική ερμηνεία του ρατσισμού.

Το ερώτημα που θέτει ο ρατσισμός, ως θεμελιακό στοιχείο του εθνικοσοσιαλισμού είναι: γιατί μέσα από όλες τις δυνατές αντιδράσεις  στην κρίση, η ρατσιστική αντίδραση είναι τον 20 και 21 αιώνα ελκυστική;[vi]  Εδώ δεν ενδιαφέρουν οι πολιτισμικές αιτίες, αλλά οι λόγοι για την επιτυχία του ρατσισμού.

Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν άτομα τα οποία ασυνείδητα κυριαρχούνται ιδιαίτερα από ορισμένες φαντασιώσεις, που όλοι έχουν. Ωστόσο εδώ τα κάνουν επιρρεπή σε ορισμένες αντιδράσεις απέναντι στην πραγματικότητα. Στο βαθμό που η κοινωνία μέσα στην οποία ζουν ευνοεί με διάφορους τρόπους ενεργά ή αδιάφορα αυτές τις αντιδράσεις, τότε αυτά τα άτομα θα παίξουν φανερά ένα δημόσιο ρόλο, αντί να είναι περιορισμένα στον ιδιωτικό χώρο. Aνάμεσα στην κοινωνία  και στα άτομα υπάρχει μία   σχέση εκλεκτικής συγγένειας και «επιλογής». Ο ρατσισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός, είναι ελκυστικοί γιατί ικανοποιούν ορισμένες επιθυμίες και αμύνεται ενάντια σε ορισμένους φόβους.

Σημαντική είναι αρχικά η βασική φαντασίωση της  λεγόμενης «πρωταρχικής σκηνής»,[vii] στην οποίαν το παιδί σε ηλικία  1-3 ετών παρατηρεί την συνουσία των γονέων (αλλά και οποιωνδήποτε άλλων ανθρώπων ή ζώων)  την οποία «δεν καταλαβαίνει», αλλά εκ των υστέρων της δίνει «νόημα», συνδέοντας την φαντασιακά με μία πράξη βίας, φρίκης καθώς και του αποκλεισμού του από την συμμετοχή του στα δρώμενα. Τότε μπορεί να φαντασιώσει τον εαυτό του ως ένα «εγκαταλειμμένο απόρριμμα» των δρώντων.

Πολλά  παιδιά (μέχρι και ενήλικες) οδηγούνται σε άγχος, γιατί συγχρόνως  εμφανίζεται και η δυνατότητα της αποτυχίας της εγκαθίδρυσης της Διαφοράς των φύλων στον ψυχισμό, χρειάζεται το Συμβολικό, η συμβολική Διαφορά, προκειμένου να διεργασθεί το υποκείμενο ψυχικά τη Διαφορά των φύλων.

Ο πατέρας είναι ο φορέας του Νόμου και της Διαφοράς των φύλων,  δηλ. της απαγόρευσης της προσκόλλησης του παιδιού στη μητέρα (ανεξαρτήτως του φύλου του παιδιού). Το παιδί, ιδιαίτερα το αγόρι, φαντασιώνει, σε περίπτωση αποτυχίας του πατέρα, τη μητέρα «να έχει» κατ’ εξαίρεση, ανδρικά στοιχεία : εδώ είναι η ρίζα του φετιχισμού και της διαστροφής, καθώς και του μισογυνισμού, γιατί μία «γυναίκα» δεν είναι η «μητέρα», (γυρεύει όμως υποκατάστατα της φαντασιακής, «παντοδύναμης» μητέρας).

Ο Φρόϋντ χρησιμοποιεί σ’ αυτή την περίπτωση την έκφραση «προκατάληψη».[viii] Για τον φετιχιστή υπάρχει μόνον ένα φύλο: το ανδρικό, γιατί δεν λείπει δήθεν «τίποτα» στον άνδρα, και η μόνη «διαφορά» είναι ποσοτική: να είναι λιγότερο ή περισσότερο άνδρας. Πρόκειται για μία φαντασίωση των παιδιών αμφοτέρων των φύλων. Φαντασιακά όμως ο φετιχιστής κινητοποιεί την φαντασίωση του ευνουχισμού:  αν θεωρεί  ότι λείπει σε κάποιον ή σε κάποιαν κάτι, είναι γιατί φαντάζεται ότι έχει ευνουχιστεί βίαια.         

Από εδώ προέρχονται οι μύθοι της θεϊκής και καθαρής καταγωγής, όπως αυτής της άριας φυλής, κτλ., ενώ η σεξουαλικότητα αποκτά εδώ τον χαρακτήρα  του βρόμικου, της αμαρτίας, του βιασμού. Ο ρατσιστής είναι φετιχιστής, φανατίζεται εύκολα γιατί κάθε διαφορετικό άτομο, του υπενθυμίζει αυτό που είναι γι αυτόν ανησυχητικό, την ύπαρξη της Διαφοράς των φύλων,  η οποία γίνεται από αυτόν αντικείμενο απάρνησης.  

Τα υποκείμενα «πιστεύουν» στις προκαταλήψεις τους προκειμένου ν’ απαρνηθούν γενικά την συμβολική Διαφορά μέσα στον πολιτισμό: ο άλλος δεν είναι άνθρωπος όπως «εγώ», αλλά ανήκει σε μία άλλη, κατώτερη ή  δαιμονική ράτσα, που πρέπει να κυριαρχηθεί ή και να εξοντωθεί. Ο ρατσιστής απαρνείται [ix] με πάθος την αναγκαιότητα της δικής του έλλειψης, του δικού του συμβολικού ευνουχισμού: νοσταλγεί  μία ουτοπική ευτυχία μέσω της φαντασιακής επιστροφής στην κοιλιά της μητέρας, όπου η Διαφορά (ο Νόμος, ο πατέρας)  δεν υπάρχει. Αυτή η φαντασίωση ισοδυναμεί με την νοσταλγία του θανάτου. Η ορμή του θανάτου κυριαρχεί εδώ είτε ως ουτοπική νοσταλγία της κατάργησης κάθε διαφοράς, είτε ως βίαιη απάρνηση της Διαφοράς ανάμεσα σε Νόμο και εξουσία, γι αυτόν υπάρχει μόνον μία, αυθαίρετη, δικτατορική, εξουσία.

Αλλά ο ρατσιστής ταυτίζεται με τον άλλον και προβάλλει επάνω του τη δική του επιθυμία.  Τον κατηγορεί ότι τον «αποκλείει»  και τον «απειλεί», αυτό  γίνεται η αφορμή για τον ρατσιστή ν’ αποκλείσει  και ν’ απειλήσει τον άλλον. Ο άλλος είναι ο αντίζηλος απέναντι στη  μητέρα (στην   πατρίδα, στη φυλή, κτλ), και γι αυτό ο ρατσιστής θέλει συνειδητά να «τιμωρήσει» τον άλλον. Συγχρόνως αισθάνεται ως «απόρριμμα» της κοινωνίας, και γι αυτό φθονεί τον άλλον και θεωρεί ότι τον «εκτοπίζει» από την εύνοια της μητέρας και του πατέρα.   

Ο άλλος εμφανίζεται εδώ ως «ανησυχητικά παράξενος», ανοίκειος,[x] προκαλεί άγχος, γιατί ο ρατσιστής αισθάνεται ένοχος, επειδή συνδέει τον «άλλον» με την απαγορευμένη επιθυμία της μητέρας. Προβάλλει τις ζωώδεις και σαδιστικές επιθυμίες του στον  άλλο, ο οποίος συγχρόνως τον σαγηνεύει (σεξουαλικά βασανιστήρια στις φυλακές). Είναι εγκλωβισμένος σε αρχαϊκές  ψυχικές καταστάσεις, που εγκυμονούν βία.

Ο ρατσιστής έχει πανικό φόβο απέναντι στην ανακάλυψη της Διαφοράς, αλλά ασυνείδητα δεν παύει να την γυρεύει. Είναι ένα διχασμένο υποκείμενο: από τη μια απορρίπτει κάθε διαφορά  (συμβολικής φύσης), ομογενοποιώντας την ομάδα του, με την οποίαν ταυτίζεται. Από την άλλη διαμαρτύρεται για την ισοπέδωση της κοινωνίας,  θέλει να εισάγει απόλυτες (φαντασιακές) «φυσικές», ιεραρχικές, σταθερές διαφορές, να πάει πίσω από τον καπιταλισμό και πίσω από τη δημοκρατία. 

ΙΙΙ. Ψυχαναλυτική ερμηνεία του αντισημιτισμού.

Ο Φρόϋντ διαπιστώνει στο τέλος του βιβλίου του «Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία»,[xi] ότι ο χριστιανισμός στην θεολογία του Παύλου  βασίζεται επάνω στην έννοια του προπατορικού αμαρτήματος και στην θυσία του Ιησού. Η υπακοή του Ιησού στο θέλημα του Θεού και  η ανάσταση του οδήγησαν στην συμφιλίωση  ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό, υπερβαίνοντας έτσι την οιδιπόδεια σύγκρουση, κάτι που κανένας άνθρωπος, ως πεπερασμένο ον, δεν μπορεί ν’ αποφύγει.

Τι σημαίνει αυτό για τον ψυχισμό  των ανθρώπων που έγιναν χριστιανοί ή παρέμειναν Εβραίοι, και τη σχέση ανάμεσα τους; Ο Παύλος τονίζει στην «Προς Ρωμαίους Επιστολή»[xii] ότι η χριστιανική Αγάπη είναι επέκεινα του Νόμου,  αλλά ότι ο  Νόμος δεν καταργείται είναι άγιος. Από εδώ ξεκινάει όλη η διαλεκτική του Νόμου και της χριστιανικής Αγάπης, που παραμένει  πάντα το θεμέλιο της  ανθρώπινης ύπαρξης και του πολιτισμού.

Αλλά τα πεπερασμένα υποκείμενα δεν έχουν από μόνα τους την δύναμη να αποδεχθούν αυτή τη διαλεκτική, τρέπονται εις φυγήν εμπρός σ’ αυτήν, συνεχίζουν ν’ αμαρτάνουν. Η λύτρωση  δεν είναι μία μαγική πράξη επέκεινα της χρονικότητας: η ιστορία της σωτηρίας άρχισε  με τον πραγματικό θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, θα ολοκληρωθεί μόνον στο τέλος της ιστορίας. Ετσι η ιστορία αυτή είναι μία διαδικασία που συνεπάγεται και προόδους και παλινδρομήσεις για τους ανθρώπους, οι οποίοι μόνον με την χάρη του Θεού εν Χριστώ μπορούν να κάνουν ένα βήμα μπροστά. Οι χριστιανοί ως ζωντανές υπάρξεις, δεν έπαψαν και δεν θα πάψουν να σαγηνεύονται από τους πειρασμούς του παγανισμού, του γνωστικισμού και της θεοκρατίας.

Οι Εβραίοι παρέμειναν πιστοί στον Έναν Θεό και στον ηθικό Νόμο. Πολλοί χριστιανοί δεν θέλουν αυτό να το αναγνωρίσουν, γιατί  επανέρχονται  σ’ αυτούς   οι απωθημένες  φαντασιώσεις της κατάργησης της έλλειψης και της διαφοράς. Υπάρχουν και στον παγανισμό και στην Γνώση[xiii] και στον θεοκρατικό φονταμενταλισμό, αλλά με μία ατελή, ασυνεπή και μυθοποιημένη μορφή, η οποία εχθρεύεται και θα εχθρεύεται πάντα  τους Μονοθεϊσμούς. Υπό την επήρεια αυτών των πολιτισμικά ξεπερασμένων φαντασιώσεων βίας και «πλήρους» απόλαυσης, πολλοί «χριστιανοί» προβάλλουν  επάνω στους Εβραίους τις απωθημένες επιθυμίες τους, τα άγχη και τις ενοχές τους.  Οι Εβραίοι παραμένουν πάντα ο εκλεκτός λαός του Θεού, αυτό προκαλεί στους «χριστιανούς» τον φθόνο, που αποτέλεσε και αποτελεί μία πηγή του αντιϊουδαισμού και του αντισημιτισμού.

Ωστόσο η κύρια αιτία της διαιώνισης του αντισημιτισμού  στην νεωτερική εποχή, είναι η κυριαρχία μίας οιωνεί γνωστικής στάσης απέναντι στα πράγματα, μέσω των εκκοσμικευμένων πολιτικών θρησκειών που αποτελούν οι νεωτερικές ιδεολογίες.  Η ιδεολογία της  αυτονομίας δίχως τον Θεό, τονίζει μεν αρχικά τη σημασία του Νόμου. Όμως συγχρόνως τον υπονομεύει μέσω της άκρατης ατομικιστικής στάσης των αυτόνομων υποκειμένων, καθώς και την κυριαρχίας της ποζιτιβιστικής επιστήμης και της τεχνολογίας, για την οποίαν «τα πάντα είναι δυνατά». Στην ύστερη νεωτερικότητα η ελευθερία του υποκειμένου  υπάρχει ενάντια στον ηθικό Νόμο, ως  απόλυτη, αμοραλιστική,  ηδονιστική στάση.

Οι αρχαίοι γνωστικοί απέρριπταν τον Θεό Πατέρα του Νόμου, αντιτάσσοντας  μονομερώς σ’ αυτόν τον Θεό Υιό της αγάπης. Σήμερα η νεογνωστική ανταρσία ενάντια στον τριαδικό  Θεό οδηγεί στις  ιδεολογίες της ισοπέδωσης της διαφοράς των φύλων και των γενεών, καθώς και της απόρρριψης της λειτουργίας του πατέρα και του Νόμου. Ο αντισημιτισμός αλλά και ο αντιισλαμισμός κρύβουν τελικά έναν αντιχριστιανισμό. Η νέα εβραιοφοβία εμφανίζεται επειδή ο ιουδαϊσμός αποτελεί ένα σκάνδαλο, γιατί υπενθυμίζει ότι «υπάρχει ο Νόμος».  

 ΙV. Μερικά ιστορικά στοιχεία για τον εθνικοσοσιαλισμό.

Η νεωτερική Δημοκρατία χαρακτηρίζονταν από την  αρχή από μία βασική αντίφαση: αυτήν  ανάμεσα  σ’έναν κοσμικό, ορθολογιστικό ατομικισμό και σε μία  πολιτική θρησκεία που βασίζονταν επάνω στην επαναστατική πίστη, στον βίαιο πολιτικό μεσσιανισμό και στην εκκοσμικευμένη εσχατολογία.  (Διαφορά ανάμεσα στην προσαρμογή και στην αποκαλυψιακή στάση). [xiv]

Όμως μετά το 1880 σχηματίζονται οιωνεί πολιτικά κινήματα και σέκτες, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη μία νέα μορφή αφοσίωσης στους οδηγούς, και τα οποία απαιτούν από τα μέλη την ολοκληρωτική ενσωμάτωση σε μια ολιστική κοσμική ενότητα,  που συνεπάγεται την εξιδανίκευση της βίας και τη δημιουργία μίας «νέας ανθρωπότητας». Εδώ κινητοποιούνται οι μύθοι και οι φαντασιώσεις του ρομαντισμού, σε βάρος του ορθού Λόγου και της καθολικότητας του ανθρώπου (καλλιτεχνικές πρωτοπορείες, σέκτες, με πολιτικά αμφίρροπες τάσεις). (Πρόδρομοι υπήρξαν εδώ ο γαλλικός αντισημιτισμός (υπόθεση Dreyfus),  καθώς και ο ρωσσικός αντισημιτισμός (Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, Pogrom)). [xv]

Σ’ αυτά τα πλαίσια αναδύθηκε ένα «πλούσιο ρεπερτόριο» συμβόλων που αναπαρήγαγαν πολιτικούς μύθους. Τέτοιες ήταν ιδεολογικές «έννοιες»  όπως:  ο «λαός» και η «ράτσα», η «κοινότητα» (communauté),  το «έθνος», ο «οργανισμός» και η «απόφαση» (για την απόφαση). Ολες αυτές οι έννοιες, που και σήμερα ακόμα, ή πάλι, «συγκινούν» πολλούς, είναι οιωνεί μυθολογικές, ολιστικές και αντιορθολογικές έννοιες, που έχουν ως εχθρό εν γένει  τον νεωτερικό ατομικισμό, την ασφαλή αστική ζωή,  την «μηχανική» «κοινωνία» (société), την αγορά, το δημοκρατικό, αντιπροσωπευτικό,  πολιτικό σύστημα, κτλ.. [xvi]

Η αποκαλυψιακή αναμονή (εξπρεσσιονισμός) μίας καθαρτήριας καταστροφής εκπληρώθηκε  με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον οποίο ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας και της διανόησης  υποδέχθηκε   ως ένα αποκαλυπτικό, λυτρωτικό Συμβάν. Μέσω της πολιτικής προπαγάνδας επανεμφανίσθηκε η εικόνα του άλλου, ως  μία εικόνα του δαιμονοποιημένου εχθρού, ως η προσωποποίηση  του Κακού. [xvii]  

Τα κινήματα που κυριάρχησαν στην Ευρώπη στον μεσοπόλεμο, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά δίχως τη δύναμη της χαρισματικής προσωπικότητας του Οδηγού (Führer).  Για τον Α. Χίτλερ, που θεωρούσε  τον εαυτό του, ως τον «άνθρωπο του γερμανικού πεπρωμένου», φορέας του ιστορικού γίγνεσθαι είναι  αποκλειστικά  οι λαοί και οι ράτσες/φυλές, ως μία εκδήλωση μιας σοσιαλδαρβινιστικής «ορμής» για αυτοσυντήρηση και κυριαρχία. [xviii]

Αυτό που χαρακτήριζε αρχικά την δύναμη του εθνικοσοσιαλισμού  ήταν η γοητεία της (κυκλοθυμικής, θεατρικής) προσωπικότητας του Χίτλερ (όπως και αυτής του Μουσσολίνι). Ο εθνικοσοσιαλισμός  επέβαλε ένα ιδεώδες του «ζειν επικινδύνως» ως ενός έργου τέχνης (ηρωικού και άκαρδου), ως μίας  υπέρβασης της αλλοτρίωσης μέσα στην νεωτερική καθημερινότητα, μέσω του εκστατικού συναισθήματος της συμμετοχής  σε μια μεγάλη κοινότητα. και την υποταγή σε «Οδηγούς» (οι οποίοι  δεν ήταν πλέον  μία πατρική μορφή του φορέα του ηθικού Νόμου). Ο εθνικοσοσιαλισμός συνεπάγεται την απάρνηση του ηθικού Νόμου, του Συμβολικού, προς όφελος της κυριαρχίας του Φαντασιακού.  [xix]

Ο Χίτλερ άσκησε μεγάλη γοητεία σε περίοδο γενικής κρίσης της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όχι μόνον στα μικροαστικά και υπαλληλικά στρώματα, αλλά και στο προλεταριάτο, στην διανόηση, στους καλλιτέχνες, στις γυναίκες και ιδίως στη νεολαία. Εμπρός στον φόβο της κοινωνικής καθόδου υπέθαλψε το φθόνο και το μίσος  απέναντι στους Εβραίους, τους οποίους κατέστησε ένοχους της κρίσης. Από την άλλη υποστήριξε συστηματικά την κοινωνική άνοδο των νέων εις βάρος των  Εβραίων, και  τους μετέδωσε ένα ναρκισσιστικό συναίσθημα παντοδυναμίας.

Τα συναισθήματα που προκαλούσε ήταν ωστόσο αμφίρροπα και ανάμεικτα: θαυμασμός και απέχθεια, σαγήνη και βιαιότητα  (Τh. Mann, Β. Brecht). [xx] Ο Χίτλερ θεωρούσε τον εαυτό του ως τον «μεγάλο αδελφό» και Οδηγό της συμμορίας των νέων, που υπερασπίζεται την καθαρότητα των παιδιών της άρειας φαντασιακής μητέρας Γερμανίας. 

Ο εθνικοσοσιαλισμός μετέδωσε στη νεολαία ένα πάθος, που εκφράστηκε μέσα από σύμβολα, τελετουργικά, εορτές, αθλητισμό, παρελάσεις (βιταλισμός, νέο-παγανισμός, νέο-γνωστικισμός), στο όνομα μιας ηρωικής στάσης και ετοιμότητας για αυτοθυσία, απορρίπτοντας την αστική «ασφαλή ζωή». Σαγήνευσε δε τεχνικούς επιστήμονες και καλλιτέχνες μέσω του μηδενιστικού, θανατηφόρου στοιχείου που τον χαρακτηρίζει, καθώς και μέσα από τον διαστροφικό ερωτισμό που τον διέπει: την θέληση για εξουσία, το μείγμα από σκοτεινές αμφίρροπες, βίαιες φαντασιώσεις και Κitsch, την αυτοκαταστροφική, παλινδρομική μείξη των αντιθέτων.[xxi]      

 H συστηματική εξόντωση των Εβραίων και η Shoah μπήκαν στο κέντρο του προγράμματος του ΑΧ, μετά  την έναρξη της εισβολής στη ΕΣΣΔ το 1941. Η ιδιαιτερότητα του εθνικοσοσιαλισμού έγκειται στο ότι εδώ ο αντισημιτισμός και ο ρατσισμός αυτονομήθηκαν και απέκτησαν τον χαρακτήρα ενός εκκοσμικευμένου πολιτικού μεσσιανισμού γνωστικής[xxii] έμπνευσης. Αυτό σε αντίθεση με τους ευρωπαϊκούς φασισμούς, οι οποίοι αποτέλεσαν μία υπερεθνικιστική και ρατσιστική λατρεία του κράτους.

Ο σύγχρονος ρατσισμός ωστόσο είναι ένας διαφορικός ρατσισμός: τονίζει τη σημασία των πολιτισμικών και θρησκευτικών διαφορών, ενάντια στους ξένους μετανάστες, τους τσιγγάνους, τους ομοφυλόφιλους, κτλ.  Δεν υπάρχει πλέον μία αναγνωρισμένη βιολογική επιστήμη σήμερα, που να αποδέχεται βιολογικές διαφορές ανάμεσα στις διάφορες φυλές των ανθρώπων. 

Ο σύγχρονος εθνικοσοσιαλισμός  στηρίζεται ιδεολογικά  στον παγανισμό, στον αντισημιτισμό,[xxiii] στον υπερεθνικισμό, στα φαλλικά πρωτόγονα πρότυπα ισχύος, σε μια κοινωνία, στην οποίαν έχει  εκλείψει  ο ηρωισμός, τον οποίον ονειρεύονται πολλοί νέοι. Επίσης προσεταιρίζονται «παραστρατημένους» νέους, καθώς και φονταμενταλιστικές χριστιανικές ομάδες,  και διέπονται από έναν βίαιο, ρατσιστικό αντιισλαμισμό. 

Ο σύγχρονος εθνικοσοσιαλισμός (Ελλάδα, Ουγγαρία, Ρωσσία κτλ.) δεν συγχέεται  με τα ακροδεξιά λαϊκίστικα κινήματα και κόμματα. Οταν  τα παραδοσιακά δημοκρατικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν λύνουν αποτελεσματικά τα αδιέξοδα του σύγχρονου, αδιαφανούς και πολύπλοκου κόσμου: όταν δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα τους και «συναινούν»,[xxiv] βυθιζόμενα στη διαφθορά  και στον οππορτουνισμό  των ματαιόδοξων κομματικών συμφερόντων εξουσίας, τότε οι πολίτες οδηγούνται στην αποπολιτικοποίηση και στην αδιαφορία.  

Τα εθνικοσοσιαλιστικά κινήματα και κόμματα εκμεταλλεύονται λαϊκίστικα  όλα τα άγχη και τις ανασφάλειες παραμελημένων ομάδων πολιτών, επωφελούμενα τα κενά και τις ολιγωρίες της δημοκρατικής νόμιμης εξουσίας, προσφέροντας ασφάλεια και «προστασία». Φιλοδοξούν έτσι να υποκαταστήσουν την δημόσια τάξη με το νόμο της ζούγκλας και του υποκόσμου, ενώ από την άλλη τα μέλη τους  εμφανίζονται να είναι «ηθικοί» ενάντια στη διαφθορά.

Συχνά το κράτος είτε δεν καταδικάζει και δεν καταδιώκει έγκαιρα και αποτελεσματικά τις επιθετικές και ιδεολογικές ενέργειες τους, είτε μεροληπτεί χάρην των ακροδεξιών ομάδων, εφόσον αυτές κόπτονται υπέρ του «έθνους», της «θρησκείας» και υπέρ της «τάξεως». Τότε οι εθνικοσοσιαλιστές εκμεταλλεύονται την προβολή τους από τα ΜΜΕ και  καταχρώνται τα δημοκρατικά δικαιώματα, διαμαρτύρονται δε για το ότι  οι θεσμοί  «μεροληπτούν» εις βάρος τους.  

Εμπρός  στην επανεμφάνιση του εθνικοσοσιαλισμού, τι πρέπει να κάνουμε; 1. Πρέπει να συμπτύξουμε  ένα εθνικό μέτωπο εναντίον του, αλλά να μην  επιτρέψουμε να καπηλευτεί τον αγώνα  ένα κόμμα ή ένα κίνημα. Ο αγώνας  δεν πρέπει να εκφυλιστεί σ’έναν οιωνεί εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα σε ακραίες πολιτικές ομάδες. 2. Κράτος, κόμματα και εκκλησίες πρέπει να διακηρύξουν επισήμως και όχι με μεμονωμένα άτομα, την απόρριψη του. Το κράτος, πρέπει να βρει ευκαιρίες  μέσω των οποίων θα κηρύξει  παράνομη κάθε εθνικοσοσιαλιστική ομάδα. Επίσης  να καταπολεμήσει κάθε διάβρωση του στρατού και της αστυνομίας από αυτές. 3. Πρέπει να κρατηθεί  μακριά από σχολεία, πανεπιστήμια και τα ΜΜΕ η εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα, και να διαφωτισθούν εκείνες οι κοινωνικές ομάδες που είναι ευάλωτες σ’ αυτήν. 4. Να σταματήσει η υποκριτική αποσιώπηση πολλών κοινωνικών προβλημάτων, μέσω ενός Λόγου της πολιτικής ορθότητας, η οποία στερείται ρεαλιστικών κριτηρίων για την αντιμετώπιση τους, και ευνοεί τον εθνικοσιαλισμό.    


[i] Θ. Λίποβατς, Η Ψυχοπαθολογία του Πολιτικού, Αθήνα  2003, σ. 268.

[ii] Ο.π. Ε. Fromm, Die Furcht vor der Freiheit, Frankfurt  a. M., Berlin 1988.

[iii]Σ. Φρόϋντ, Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό, Αθήνα  1994. 

[iv] Θ. Λίποβατς, ο.π.σ. 269.  L. Poliakov, C. Delacampagne, P. Girard, Über den Rassismus, Frankfurt a. M. 1984, σ. 168-173.

[v] Λ. Ντυμόν, Δοκίμια για τον ατομικισμό, Αθήνα 1988.

[vi] Θ. Λίποβατς, ο.π.σ. 273. L. Poliakov…o.π.σ. 174.

[vii] Θ. Λίποβατς, ο.π.σ. 273 κ.ε. Σ. Φρόϋντ, Τρια ιστορικά ασθενείας (ο άνθρωπος με τους λύκους), Αθήνα 1997. R. Loewenstein, Psychanalyse de l’ antisémitisme, Paris 1952. J Hermann, Psychologie de l’ antisémitisme, Paris 1986.   

[viii] Σ. Φρόϋντ, Ναρκισσισμός, Μαζωχισμός, Φετιχισμός, Αθήνα 1998.

[ix] L. Poliakov…ο.π.σ. 179.

[x] Σ. Φρόϋντ, Το ανοίκειο,  Αθήνα 2009. Θ. Λίποβατς, ο.π.σ. 276.  T. Todorov, Nous et les autres, Paris 1989. J. Kristeva, Etrangers à nous-mêmes, Paris 1988.

[xi] Σ. Φρόϋντ , Ο άνδρας Μωυσής και η μονοθεϊστική θρησκεία, Αθήνα 1997, σ. 250-2. Θ. Λίποβατς, Το Ονομα του Πατέρα και η Δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό, Αθήνα 2007 (σχόλιο στο «Ο άνδρας Μωυσής…»). Του ιδίου, Ψυχανάλυση και θρησκεία, στο Φαντασιακή και αληθής Ελευθερία, Αθήνα 2008.

[xii] Θ. Λίποβατς, Μία ψυχαναλυτική και πολιτική προσέγγιση της θεολογίας του Παύλου, στο Φαντασιακή…ο.π.

[xiii] Θ. Λίποβατς, Δοκίμιο για τη Γνώση και τον γνωστικισμό, Αθήνα 2006. Του ιδίου  Η απατηλή σαγήνη και η διαβρωτική βία του κακού, Αθήνα 2012.

[xiv]  Ε. Gentile, Die Sakralisierung der Politik, στο H. Maier (Hrsg.), Wege in die Gewalt. Die modernen politischen Religionen, Frankfurt a. M. 2002, σ. 176. Θ. Λίποβατς, Ο εθνικοσοσιαλισμός ως πολιτικός μεσσιανισμός, στο Σ. Ζουμπουλάκης (επιμ.), Η μεσσιανική ιδέα και οι μεταμορφώσεις της, Αθήνα  2011.   

[xv] O.π.σ. 177. Θ.Λίποβατς, Η ψυχοπαθολογία του Πολιτικού, Αθήνα 2003.

[xvi] K. Sontheimer, Antidemokratisches Denken in der Weimarer Republik, Frankfurt a. M. 1968, σ. 244-263.

[xvii] E. Gentile, o.π.σ. 178.

[xviii] Σ. Χάφνερ, Το φαινόμενο Χίτλερ. Μία ιστορική προσέγγιση, Αθήνα 2005. Σ. Φρόϋντ, Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ, Αθήνα 1994.

[xix] Η. Kiesel, Der Nationalsozialismus. Faszination durch Erfolg? στο H. Maier (Hg.), o.π.σ. 144-5.

[xx] O.π.σ. 146.

[xxi] Ο.π.σ. 155-6, 159. S. Friedländer, Kitsch und Tod. Der Widerschein des Nazismus,  Frankfurt a.M. 1986. Θ. Λίποβατς, «Ο συγκαλυμμένος αντισημιτισμός», στο Β. Γεωργιάδου, Α. Ρήγος (επιμ.), Αουσβιτς. Το γεγονός και η μνήμη του, Αθήνα 2007.

[xxii] Μ. Μπρούμλικ, Οι Γνωστικοί. Το όνειρο της αυτολύτρωσης του ανθρώπου. Αθήνα 2006, σ. 404-419. Θ. Λίποβατς, Ν. Δεμερτζής, Β. Γεωργιάδου, Θρησκείες  και Πολιτική στη Νεωτερικότητα, Αθήνα 2002. 

[xxiii] Π.-Α. Ταγκυέφ, Τι είναι ο αντισημιτισμός; , Αθήνα 2011. (σύγχρονη Εβραιοφοβία).

[xxiv] Β. Γεωργιάδου, Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης, Αθήνα 2008.  Σ. Ζουμπουλάκης, Ανίερη Συγκυβέρνηση. Μια διάλεξη για την ελληνική κρίση. Αθήνα  2011.

Θρησκεία, Οικονομία, Πολιτική. Η ενεργητική αρνησικοσμία

του Θάνου Λίποβατς

[Αρχική δημοσίευση: περ. “Ο Αστήρ της Ανατολής”, Μάρτιος 2011, Έτος 154ο, Νο 3. Η αναδημοσίευση γίνεται με την άδεια του συγγραφέα.]

O J. Habermas, συμφωνώντας με τον M. Weber, δείχνει πως το υψηλότερο δυναμικό ηθικού (κοινωνικού) εξορθολογισμού [υποσημ. 1] πραγματοποιήθηκε πρώτα στην περίπτωση του ιουδαϊκού μονοθεϊσμού. Πρόκειται για την συνεπή απομάγευση του κόσμου σε μια σειρά από βήματα «προόδου στην πνευματικότητα», όπως αυτό εκφράσθηκε από τους εβραίους προφήτες (800-500 π.Χ.). Πρόκειται για την αρνησικοσμία ως μια ενεργητική πράξη δικαιοσύνης [υποσημ. 2] μέσα στον κόσμο ως το θέλημα του Θεού, και για την ανακάλυψη του γραμμικού χρόνου, και της ιστορίας μέσα από την εσχατολογική διάσταση της.

Ο καθολικός χριστιανισμός [υποσημ. 3] επέλεξε από τον 11ο αιώνα και έπειτα, παρά την ατελή απομάγευση, τον δρόμο της υπέρβασης, και της μεταβολής του κόσμου, μέσα από τον δικαιακό εξορθολογισμό της κοινωνίας και της εξουσίας (χωρισμός εκκλησίας κράτους) με στόχο την δικαιοσύνη. Αυτό εκφράσθηκε μέσα από την εξισορρόπηση του ατομικού και του συλλογικού, της πίστης και του ορθού λόγου, της ασκητικής των μοναχών και του έργου μέσα στην κοινωνία. Η προοδευτική πτέρυγα του καθολικισμού στον 20ό αιώνα πρόβαλε και συνεχίζει να προβάλλει ιδιαίτερα αυτή τη διάσταση της πίστης.

Ο προτεσταντικός, ευαγγελικός χριστιανισμός [υποσημ. 4] από την άλλη (από το 1517 και έπειτα) οδήγησε την απομάγευση του κόσμου μέχρι τις τελευταίες της συνέπειες, και προώθησε την αυτονομία του χριστιανικού ατόμου, (την ενεργό θέλησή του) μέσα από την υποκειμενοποίηση και την εσωτερίκευση της πίστης. Η ελευθερία της ατομικής συνείδησης μέσα από την ενεργητική ενδοκόσμια ασκητική, προώθησε την ηθική της εργασίας και την τεχνολογική και οικονομική πρόοδο, ενώ συγχρόνως υποστήριξε την ηθική του πολίτη, την αξιοπιστία και τα ανθρώπινα ατομικά δικαιώματα.

Ο κοινωνιολόγος Max Weber (1864-1920)

Ο M. Weber τονίζει ότι αυτό το πρόγραμμα της κυριάρχησης του κόσμου, συνόδευσε την ολοκλήρωση του ηθικού και κοινωνικού εξορθολογισμού στην (Δυτ.) Ευρώπη και στην (Βόρειο) Αμερική. Εδειξε πόσο σημαντική υπήρξε αρχικά η επιρροή της ενδοκόσμιας ασκητικής για την εμφάνιση και ανάπτυξη ενός παραγωγικού, δημιουργικού, βιομηχανικού καπιταλισμού. Η ηθικοποίηση του χριστιανισμού εμφανίζεται μέσα από το ότι ο πιστός έχει τη πεποίθηση ότι είναι εκλεκτός του Θεού, αλλά γι αυτό μόνη ένδειξη είναι η επιτυχία και η υπευθυνότητα στο επάγγελμα και στην κοινωνία, κάτι που ενέχει ένα στοιχείο αβεβαιότητας και ανασφάλειας, καθώς και συνεχούς κινητοποίησης.

Το προτεσταντικό πνεύμα ενέχει μια ακτιβιστική στάση μεταβολής του κόσμου εμφορούμενη από μια εσωτερική ηθική συνείδηση. Εδώ τα άτομα υποτάσσονται και αυτά στο θέλημα του Θεού, ο οποίος όμως τα εγκαλεί να εκτελέσουν ενεργητικά την αποστολή τους μέσα στον κόσμο αλλάζοντας τον. Μόνον έτσι δικαιώνονται τα άτομα εμπρός στον Θεό, ο οποίος κρίνει και συγχωρεί : η υπευθυνότητα είναι η ανάλυψη ρίσκων από το άτομο και η λογοδοσία απέναντι στον Άλλο. Bέβαια, όπως σε όλες τις χριστιανικές ομολογίες, υπήρξαν πολλές κατευθύνσεις με αντιφατικές τάσεις.

Η παθητική αρνησικοσμία.

Η παθητική αρνησικοσμία εμφανίζεται με δύο μορφές. Α) με την στάση της παθητικής αποδοχής του κόσμου που, σε μεγάλο βαθμό χαρακτηρίζει το Ισλάμ [υποσημ. 5] και τον ανατολικό, ορθόδοξο Xριστιανισμό. (Το Ισλάμ έχει ωστόσο πολλά πρόσωπα, και δεν ανάγεται, όπως και ο χριστιανισμός, σ’ έναν τύπο μόνον). Β) με την φυγή από τα εγκόσμια, όπως αυτή χαρακτηρίζει τον Ινδουϊσμό και τον Βουδδισμό. Ως τάση αυτοθέωσης, υπάρχει και στους ορθόδοξους μοναχούς.

Ο ορθόδοξος χριστιανισμός παρέμεινε προσηλωμένος στην αρχαία νεοπλατωνική «αρμονία» του Ολου, και στην «καλή» ουσία του ανθρώπου, απωθώντας την σημασία της έλλειψης και της κακής θέλησης στις πράξεις και στους θεσμούς των ανθρώπων. Από την άλλη, η ολιστική (νεοπλατωνικής έμπνευσης) κυριαρχία της κοινότητας των πιστών, κάνει αδύνατη την ανάδυση μιας ατομικής, αυτόνομης θέλησης, και του ορθού Λόγου και οδηγεί στην υποτίμηση του Νόμου και της αξιοπιστίας, καθώς και της (μερικής) μεταβολής των εγκοσμίων. Η υποτίμηση του Νόμου οφείλεται στην απόρριψη του ιουδαϊκού, ηθικού Νόμου και του ελληνικού κριτικού, ορθού Λόγου, ενώ το θέλημα του Θεού ερμηνεύεται μυστικά, ως η κατάργηση του Νόμου.

Η ορθοδοξία δεν ενδιαφέρθηκε για την διαλεκτική του Νόμου και της επιθυμίας, που καθορίζει την διχασμένη ανθρώπινη ύπαρξη μέσα στα εγκόσμια, και επιμένει στη φυγή προς την παθητική θέαση των θείων με στόχο το ιδεώδες της αυτοθέωσης του ανθρώπου. Η τάση αυτοθέωσης [υποσημ. 6] των ησυχαστών μοναχών μέσω της «θέασης» του Θεού, οδηγεί δε σ’ένα πρότυπο που ευνοεί την φυγή από την υπευθυνότητα μέσα στα εγκόσμια, την μοιρολατρία, και την λατρεία του παρελθόντος και της παράδοσης.

Η διαπλοκή θρησκείας και κοινωνίας εκφράζεται στην ελληνική πολιτική κουλτούρα μέσα από τις διαστάσεις του παραδοσιακού ατομικισμού και του κοινοτισμού (του λαϊκισμού και της πελατείας). Ο κοινοτισμός (και η οικογενειοκρατία) προέρχεται από την κυριαρχία της παραδοσιακής, ολιστικής κοινότητας επάνω στα άτομα, και συνυπάρχει αντιφατικά με τον παραδοσιακό ατομικισμό. Αντίθετα από τον τελευταίο ο νεωτερικός ατομικισμός γεννήθηκε μαζί με τη κοινωνία του συμβολαίου, διαρρηγνύοντας το θώρακα της παραδοσιακής κοινότητας, στην οποίαν ο κοινωνικός φθόνος εμποδίζει κάθε οικονομική πρωτοβουλία. (Βέβαια το παραδοσιακό και το νεωτερικό συνυπάρχουν ιστορικά σε διάφορους συνδυασμούς).

Αυτό που χαρακτηρίζει το νεωτερικό άτομο είναι ο αγώνας του για να κατακτήσει ελευθερίες και δικαιώματα και η θέλησή του (όχι: η βούληση) να κανονίζει τις υποθέσεις του μ’έναν ορθολογικό, υπεύθυνο και αξιόπιστο τρόπο. Αυτό προϋποθέτει την πίστη στον λόγο του Αλλου (η εμπιστοσύνη, ή πίστωση, το συμβόλαιο, η διαθήκη), την αποδοχή του Νόμου και του κράτους Δικαίου, την εμπιστοσύνη στον ορθό και στον κριτικό Λόγο (που δεν είναι απλά ο εργαλειακός Λόγος). Ολες αυτές οι έννοιες, αν και γνωστές στην Ελλάδα, δεν μπόρεσαν να επικρατήσουν μέχρι σήμερα, κάτι που είχε και έχει ολέθριες συνέπειες για την οικονομία, την πολιτική και τον πολιτισμό.

Η αντίσταση στην επικράτηση αυτών των εννοιών προέρχεται από την ιδεολογία και τις δομές του κοινοτισμού, ο οποίος έχει ρίζες τόσο στις μη εξορθολογισμένες κοινωνικο-οικονομικές, προνεωτερικές σχέσεις και νοοτροπίες, όσο και στην παραδοσιακή ορθοδοξία: ο κοινοτισμός και η ορθοδοξία αποτελούν εμπόδιο στον εκσυγχρονισμό, και στον εξευρωπαϊσμό, και φρενάρουν το παραγωγικό, επιχειρησιακό πνεύμα.

Στην βυζαντινή παράδοση δεν υπήρξε ο χωρισμός και ανταγωνισμός της πνευματικής αυθεντίας με την κοσμική εξουσίας, κάτι που στην Δύση θεωρείται η ιστορική απαρχή της πνευματικής ελευθερίας, και των δικαιωμάτων των πολιτών. Από την άλλη τα υποκείμενα δεν ήταν «άτομα», εφόσον συμμετείχαν ομαδικά και αδιαφοροποίητα σε μια μυστική «κοινότητα πιστών», που συγχρόνως είχε και έναν εθνοτικό χαρακτήρα. Δεν υπήρχαν δε κοινωνικά οργανωμένες νομοκατεστημένες τάξεις με συγκροτημένες έννομες σχέσεις ανάμεσα σε υποκείμενα με δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Η ορθοδοξία ήξερε και ξέρει να αποδέχεται παθητικά τα εγκόσμια, είτε μέσω μιας φυγής από τον κόσμο (στο μοναχισμό), είτε μέσω ενός πραγματιστικού, ωφελιμιστικού πνεύματος προσαρμογής, δίχως αξιώσεις μεταβολής και δημιουργίας νέων θεσμικών καταστάσεων. Εδώ ένας εργαλειακός Λόγος συνοδεύει την παθητική και εξωτερική αποδοχή του κόσμου. Οι συγκρούσεις και οι αντιφάσεις στα πλαίσια της κοινότητας συγκαλύπτονται δε με μία ιδεαλιστική στάση ωραιοποίησης των καταστάσεων στο όνομα μιας φαντασιακής αρμονίας, και της υποταγής στο θέλημα του Θεού. Αυτό οδήγησε τις εκκλησίες στην διαπλοκή με την εθνικιστική ιδεολογία των μαζών και των κρατών, και στην αδιαφορία απέναντι στην κοινωνία πολιτών.

Η ορθοδοξία απορρίπτει δε την ιστορικότητα, ως το ίδιον του ανθρώπου, (δεν έχει δηλ. μία έννοια του Ηθικού), και τη σημασία των μεταρρυθμίσεων, και για την ίδια την εκκλησία (σε αντίθεση με την δυτική παράδοση). Αρνείται έτσι την νεωτερικότητα, και την δυνατότητα μιας χριστιανικής δικαίωσης της νεωτερικότητας και της αυτονομίας του ατόμου (όπως στη Δύση).

Η σημασία αυτών των αναλύσεων βασίζεται στη διαπίστωση του Max Weber, ότι δεν υπάρχουν μόνον υλικά συμφέροντα/ενδιαφέροντα, αλλά επίσης και ιδεατά συμφέροντα/ενδιαφέροντα, που κινητοποιούν τους ανθρώπους. Ιδεατό συμφέρον είναι η επιθυμία για ατομική και συλλογική λύτρωση/απελευθέρωση, ή το ερώτημα για το νόημα της ζωής, του θανάτου και του κακού: αυτά είναι στην καρδιά όλων των θρησκειών και φιλοσοφιών. Υπάρχει δε πάντα μια αλληλεπίδραση ανάμεσα στις δύο θεμελιακές διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ο Max Weber ήθελε να δείξει πως στις απαρχές του νεωτερικού τρόπου ζωής, οικονομικής και πολιτικής δραστηριότητας, από τον 16ο αιώνα και έπειτα, σημαντικό ρόλο έπαιξε το ερώτημα για την δικαίωση της ύπαρξης εμπρός στον Άλλο. οι διάφορες θεολογικές απαντήσεις, είχαν διαφορετικές ηθικές, οικονομικές και πολιτικές συνέπειες. Παράλληλα υπήρξαν δε φιλοσοφικές (ουμανιστικές), και ιδεολογικές απαντήσεις, οι οποίες συνυπήρξαν αντιφατικά με τις θεολογικές απαντήσεις.

Ωστόσο στη διάρκεια της ιστορίας του νεωτερικού πολιτισμού από τον 19ο και 20ο αιώνα και έπειτα, ο Max Weber διαπίστωσε, ότι το θρησκευτικό, πνευματικό θεμέλιο εξέλειπε σταδιακά, και υποκατεστάθηκε από μια καθαρή ηθική, ή από μια καθαρά υλιστική/ηδονιστική στάση. Δηλ. η προτεσταντική ηθική (που επιρρέασε το σύνολο των ηθικών στάσεων μέσα στην νεωτερική κοινωνία) αυτοαναιρέθηκε μέσα από την δική της την λογική, της προώθησης της εκκοσμίκευσης. Υπάρχει όμως και επιδρά παραπέρα στον πολιτισμό, έστω και αμφισβητούμενο, ως ένα αυτονόητο στοιχείο εξορθολογισμού και «ορθής λειτουργίας» των θεσμών και του αξιόπιστου τρόπου ζωής. Αυτό το αποδέχονται και άλλες χριστιανικές ομολογίες πίστης ή και άλλες θρησκείες.

Το συμπέρασμα για τις ορθόδοξες εκκλησίες είναι σαφές: εγκαλούνται να ενσωματώσουν εκ των υστέρων όλα εκείνα τα στοιχεία, που πρίν από αυτές ανέπτυξαν οι άλλες εκκλησίες. Τα στοιχεία αυτά συνάδουν με την αναγνώριση της νεωτερικότητας, η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί ή να εξαφανισθεί. Αλλά η αναγνώριση αυτή ενείχε και ενέχει πάντα εκ μέρους των χριστιανικών ομολογιών και μια κριτική ενάντια στην αλλοτρίωση των ανθρώπων, που συνοδεύει τον υλιστικό και ηδονιστικό τρόπο ζωής.

Όμως η υπαρκτή ορθοδοξία είχε και θα έχει πολλές εσωτερικές δυσκολίες, για να κατανοήσει αυτή την αναγκαιότητα και να πράξει ανάλογα: αντιστέκεται σε μεγάλο βαθμό, καταγγέλλοντας κάθε τέτοια προσπάθεια ως «υπονόμευση» και ως «αποξένωση» από τις φετιχοποιημένες «παραδόσεις» της. Οι δυσκολίες αυξάνονται δε επίσης, γιατί από το 1980 και έπειτα, σε μια μετανεωτερική και νεοφιλελεύθερη κοινωνία, στην οποίαν κυριαρχεί η ποζιτιβιστική σκέψη, έχουν υπονομευθεί όλες οι πολιτισμικές ταυτότητες και αξίες, τόσο των χριστιανισμών όσο και των ουμανιστικών ιδεολογιών.

Εμπρός σ’ αυτό το κενό νοήματος όμως επανέρχονται απωθημένες μορφές φονταμενταλισμού και πρωτόγονης θρησκευτικότητας, αποκαλυψιακής στάσης και εκκοσμικευμένων θρησκειών/ιδεολογιών. Η αναγνώριση της θετικότητας ενός ανανεωμένου και αυτοκριτικού χριστιανισμού, μπορεί να συνεισφέρει σε μια υπέρβαση των (ηθικών, οικονομικών και πολιτικών) αδιεξόδων, στα οποία οδηγεί η σημερινή δυσφορία μέσα στον πολιτισμό. Γι αυτό πρέπει να υποστηριχθούν οι ανανεωτικές τάσεις μέσα στις εκκλησίες, διατηρώντας τις θεμελιακές αρχές τους.

Ο Θάνος Λίποβατς είναι ομότιμος καθηγητής πολιτικής ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθήνας

Υποσημειώσεις

1. J. Habermas, Théorie d’ agir communicationnel I, Paris 1987, σ. 172 κ.ε. Γ. Ν. Γκότσης, Θρησκεία, Νεωτερικότητα και σύγχρονη πολιτισμική Ταυτότητα, Αθήνα 1996.

2. Μ. Weber, Gesammelte Aufsätze zur Religionssoziologie III (RS III). Das antike Judentum, Tübingen 1988, σ. 1-442. (Συλλογή κειμένων για την κοινωνιολογία της θρησκείας ΙΙΙ. Ο αρχαίος Ιουδαϊσμός).

3. W. Schluchter, Religion und Lebensführung II, Frankfurt a. M. 1988. Ursprünge des Rationalismus der Weltbeherrschung : Das antike Judentum, σ. 127 κ.ε. Das antike Christentum, σ. 197 κ.ε. Religion, Politik, Herrschaft, Wirtschaft und bürgerliche Lebensführung: Die okzidentale Sonderentwicklung, σ. 382 κ.ε. (Θρησκεία και Διάγειν του βίου Ι. Απαρχές του ορθολογισμού της κυριαρχίας του κόσμου: Ο αρχαίος Ιουδαϊσμός. Ο αρχαίος χριστιανισμός. Θρησκεία, Πολιτική, Κυριαρχία, Οικονομία και αστικό Διάγειν του βίου: η δυτική ιδιαιτερότητα του δρόμου.). E. Troeltsch, Die Soziallehren der christlichen Kirchen und Gruppen I, Tübingen 1994. H. J. Berman, Law and Revolution. The Formation of the Western Legal Tradition, Cambridge: Harvard University Press 1983. A.J. Gurjewitsch, Das Individuum im europäischen Mittelalter, München 1994.

4. M. Weber, RS I, o.π. Die protestantische Ethik und der Geist des Kapitalismus, σ. 17 κ.ε. (Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύημα του Καπιταλισμού).

5. W. Schluchter, o.π. Zwischen Welteroberung und Weltanpassung: der frühe Islam, σ. 261.

6. M. Weber, Τάξεις, Νομοκατεστημένες τάξεις και θρησκεία, στο Οικονομία και Κοινωνία 3. Κοινωνιολογία της θρησκείας, (ΟκΚ3 ΚΘ), Αθήνα 2007, σ. 146.

Οι μεταμορφώσεις της Εβραιοφοβίας

του Θάνου Λίποβατς

[Αρχική δημοσίευση: The Athens Review of Books-Αθηναϊκή Επιθεώρηση του Βιβλίου, τεύχος 25ο, Ιανουάριος 2012. Η αναδημοσίευση γίνεται με την άδεια του συγγραφέα.]

Ο P.-A. Taguieff συνοψίζει στο τελευταίο του δοκίμιο «Τι είναι ο αντισημιτισμός;» (εκδόσεις της Εστίας, Αθήνα 2011), ορισμένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του αντισημιτισμού. Το βιβλίο αυτό είναι πολύ χρήσιμο γιατί είναι εύχρηστο, παραπέμποντας για περαιτέρω εμβάθυνση στα άλλα, μεγάλα βιβλία του.

Ο «αντισημιτισμός» είναι ένας αμφιλεγόμενος, ψευδοεπιστημονικός όρος. Η μελέτη των ιστορικών στοιχείων που οδήγησαν στο τελευταίο τρίτο του19ου αιώνα, στην ανάδυση του όρου, γίνεται σαφές ότι δεν υπάρχει μία ιστορική ομοιογένεια και μία συνέχεια της εβραιοφοβίας. Στην παγανιστική αρχαιότητα υπήρχε την εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε πολλούς η άποψη, ότι οι Εβραίοι είναι «εχθροί του ανθρωπίνου γένους» και «αθεϊστές». Παρόμοιες κατηγορίες υπήρξαν και εναντίον των χριστιανών. Αυτό γιατί θεωρούσαν ότι ο Ενας, αόρατος Θεός καταργεί τους πολλούς, εθνικούς, ορατούς θεούς.

Από την ίδρυση της χριστιανικής αυτοκρατορίας και τον φανατισμό της θεσμικής εκκλησίας (Μεγ. Κωνσταντίνος), η κυρίαρχη άποψη οδήγησε στον θρησκευτικό αντιιουδαϊσμό, ο οποίος έτσι διαιωνίστηκε, σε Ανατολή και Δύση. Η κατάσταση χειροτέρεψε ιδιαίτερα μετά την πρώτη σταυροφορία (1096), με πογκρόμ, διωγμούς, αναγκαστικές βαπτίσεις των Εβραίων, κτλ., εξ αιτίας του πρωτόγονου λαϊκισμού. Η ηγεσία της εκκλησίας και οι ηγεμόνες στη Δύση κατά κανόνα προστάτεψαν τους Εβραίους, που έγιναν θύματα συκοφαντιών και λεηλασιών.

Ο Διαφωτισμός μετά το 1700 επέφερε σημαντικές θετικές αλλαγές στην κατάσταση στην Ευρώπη. Ωστόσο ένα άλλο ρεύμα του Διαφωτισμού, έδειξε ενάντια στο κήρυγμα της ανεκτικότητας, την «διαλεκτική του Διαφωτισμού». Μέσα από το αντιχριστιανικό, αθεϊστικό μίσος ενάντια στο χριστιανισμό θεωρήθηκε και η ιουδαϊκή θρησκεία (με τις παραδόσεις και τα τελετουργικά της) ως μία δεισιδαιμονία, η οποία όφειλε να εξαφανιστεί με την «πρόοδο» του ορθού, κριτικού Λόγου. Ετσι μεγάλα ονόματα διαφωτιστών, όπως ο Βολταίρος και ο Μαρξ, δεν απέφυγαν αντιιουδαϊκές εκφράσεις στα γραπτά τους. Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, με την κυριαρχία της θετικιστικής επιστήμης και της εθνικιστικής ιδεολογίας (αλλά και της σοσιαλιστικής).

Η ανάδυση του όρου «αντισημιτισμός» οφείλεται στον γερμανό σοσιαλιστή και αθεϊστή W. Marr (1879). Τότε η αναπτυσσόμενη βιολογική επιστήμη οδήγησε στην εδραίωση του φυλετισμού, δηλ. του ρατσισμού, που θεωρήθηκε ως κάτι το επιστημονικά προφανές. Η συνέπεια ήταν η αναγέννηση ξεπερασμένων, πρωτόγονων, αντιδραστικών απόψεων στα πλαίσια μίας ρομαντικής μυθολογίας, που τόνιζε την απολυτότητα των ιεραρχικών ιδιαιτεροτήτων, την αναλλοίωτη αιωνιότητα και την μανιχαϊκή αντίθεση της «ψυχής» της φυλής/κοινότητας απέναντι στις άλλες «φυλές».

Η εθνοτική και φυλετική αντίληψη διέβρωσε και διαβρώνει την πεφωτισμένη ιδέα περί έθνους, τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, όπως τα διατύπωσαν η γαλλική και η αμερικανική Επανάσταση. Ο αντιεβραϊσμός έπαψε να είναι κυρίως θρησκευτικής προέλευσης, και απέκτησε έναν ψευτοεπιστημονικό, φυλετικό χαρακτήρα. Σ΄αυτή την νέα μορφή της εβραιοφοβίας, η «σημιτική» (εδώ μόνον οι Εβραίοι) «φυλή» αποτέλεσε την «κακή φυλή», που βρίσκεται σε αιώνιο πόλεμο με την «ανώτερη, άρεια φυλή».

Ο Taguieff αναφέρεται πως αυτό οδήγησε στο να θεωρούνται όλοι οι Εβραίοι άκριτα ως η συμπύκνωση όλων των κακών. Εδώ υιοθετήθηκαν δε όλοι οι παραδοσιακοί μύθοι της δαιμονοποίησης του Αλλου (π.χ. των Μασσώνων ή των Ιησουϊτών, κτλ.), όπως της «παγκόσμιας συνωμοσίας» και του «τελετουργικού φόνου». Ο Τaguieff ορθά τονίζει ότι ο ορθός όρος είναι «εβραιοφοβία» και όχι «αντισημιτισμός». Ο τελευταίος «ήκμασε» σε ευρεία κλίμακα από το 1870 μέχρι το 1945, σε μία δύσκολη περίοδο πολέμων, επαναστάσεων και κρίσεων της Ευρώπης, στην οποία κυριάρχησαν παράλληλα ο άκρατος εθνικισμός, ο ιμπεριαλισμός και ο ρατσισμός σε όλες του τις μορφές.

Οι χώρες που διακρίθηκαν στη μαχητική εμφάνιση του αντισημιτισμού πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (κάτι που έχει καλά ερευνηθεί), υπήρξαν η Γαλλία, η Γερμανία και η Ρωσσία. Ένα από τα κύρια κίνητρα υπήρξε (και υπάρχει ακόμα) ο φθόνος ενάντια στον Άλλο, κάτι για το οποίο προσφέρεται ιδιαίτερα ο κοινοτιστικός λαϊκισμός και ο εθνοτικός, πρωτόγονος αντικαπιταλισμός της δεξιάς και της αριστεράς. Αλλά και τα μορφωμένα στρώματα, και οι ακαδημαϊκοί στα πανεπιστήμια συμμετείχαν εξ ίσου σ’ αυτό.

Στη Ρωσσία, σε μία χώρα δίχως την παράδοση της δημοκρατίας και του διαφωτισμού, από το 1860 και έπειτα, εμφανίστηκαν με τα πογκρόμ οι εξοντωτικές μορφές της θρησκευτικής και της φυλετικής εβραιοφοβίας. Τότε γράφτηκαν και κυκλοφόρησαν τα πλαστογραφημένα από την τσαρική μυστική αστυνομία «Οχράνα» τα λεγόμενα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» (το 1897), που έχουν μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες του κόσμου (και βέβαια και στα ελληνικά), και που αποτελούν την Βίβλο του αντισημιτισμού. Στη Γαλλία μετά το 1789 οι Εβραίοι χειραφετήθηκαν και απέκτησαν δικαιώματα όπως και όλοι οι πολίτες. Το ίδιο συνέβη και στη Γερμανία. Ως αντίδραση, υπήρξαν όπως σε όλη την Ευρώπη, λαϊκίστικα, αντισημιτικά κόμματα και οργανώσεις.

Τότε πολλοί δημοκράτες, φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές Γερμανοί και Εβραίοι χαιρέτησαν τη χειραφέτηση και συμμετείχαν ενεργά στα πλαίσια του έθνους. Η εβραϊκή διανόηση διέπρεψε ιδιαίτερα στα πλαίσια της γερμανικής κουλτούρας. Η τραγική ειρωνεία της ιστορίας έγκειται στο ότι πολύ σύντομα οι «αφομοιωμένοι», «νεωτερικοί» Εβραίοι που πίστεψαν στις αρχές περί ελευθερίας και ισότητας, ανακάλυψαν ότι «έλειπε κάτι». Γιατί συγχρόνως κυριαρχούσε ο εθνικισμός με έντονα φυλετικά/εθνοτικά στοιχεία, τα οποία απαιτούσαν από τους Εβραίους την πλήρη αφομοίωση και ομοιογενοποίηση. Αυτό υπήρξε η τραυματική εμπειρία των ευρωπαίων Εβραίων ήδη πριν από το 1933. Ο εθνικοσοσιαλισμός ανακάλυψε τότε τον «νέο εχθρό», τον χειραφετημένο Εβραίο, ο οποίος ακριβώς είχε εκπληρώσει όλες τις απαιτήσεις των ιθαγενών περί πολιτισμικής ενσωμάτωσης.

Ο εξοντωτικός εθνικοσοσιαλιστικός αντισημιτισμός υπήρξε ένα θεμελιακό, μη αναγώγιμο σε άλλες ιδεολογίες, στοιχείο της κοσμοθεωρίας του Α. Χίτλερ. Πολλοί τότε δεν το πήραν αρχικά στα σοβαρά. Από την άλλη όμως ο Α. Χίτλερ διακατέχονταν από έναν λαϊκίστικο, πρωτόγονο αντιδιαφωτισμό και αντικαπιταλισμό. Οι δεδηλωμένοι εχθροί του ήταν εξ αρχής, πέραν των Εβραίων, οι φιλελεύθεροι, οι δημοκράτες και οι σοσιαλιστές αλλά και οι χριστιανοί, και μετά το 1941 οι κομμουνιστές και οι Ρώσσοι.

Η συστηματική εξόντωση (η Shoah, τo Auschwitz) άρχισε, όπως τονίζει ο Τaguieff, μετά στην εισβολή στην Σοβιετική Ενωση το 1941 και οργανώθηκε με άκρα μυστικότητα, κυρίως στα κατειλημμένα εδάφη της Ανατ. Ευρώπης. Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι η σκέψη και η δράση του Α. Χίτλερ δεν αποτελεί καμμία νομοτελειακή συνέπεια μίας δήθεν γερμανικής ιδιαιτερότητας. Αντίθετα ο εθνικοσοσιαλισμός και οι δράστες του αποτέλεσαν μία τραυματική ρήξη στην ιστορία της γερμανικής κουλτούρας.

Η εβραιοφοβία υπάρχει πάντα, όπως π.χ. στην Ελλάδα ή στη Ρωσσία. Όμως δεν χρειάζεται να υπάρχει με μία εξοντωτική μορφή. Συχνά εκδηλώνεται ακόμα και όταν δεν ζουν πλέον Εβραίοι σε μία χώρα. Αυτό δείχνει το σημαντικό ρόλο που παίζει η απωθημένη, συλλογική μνήμη σε κάθε πολιτισμό: ορισμένοι μύθοι, φήμες, λέξεις-σύμβολα, κτλ. εκφράζουν φαντασιώσεις φθόνου, εκδίκησης, βίας, που αποκρυσταλλώνονται και μεταδίδονται από γενιά σε γενιά, αν δεν γίνει μία συνειδητή και ενεργός προσπάθεια υπέρβασης τους.

Σήμερα υπάρχουν στην Ευρώπη νέες μορφές ενός διαφορικού, πολιτισμικού ρατσισμού απέναντι στις διάφορες μειονότητες μεταναστών. Ιδιαίτερα η αδυναμία και η ανικανότητα των περισσότερων ισλαμικών χωρών να αποδεχθούν με ενεργό και κριτικό τρόπο τις θετικές και καθολικής εμβέλειας αρχές του διαφωτισμού, οδήγησε στο αδιέξοδο. Δηλ. στην επιθετική, (αυτό-)καταστροφική δράση τρομοκρατικών ισλαμικών ομάδων, τις οποίες ενώνει το κοινό μίσος και ο φθόνος ενάντια στη Δύση και στους Εβραίους, το οποίο υποδαυλίζουν τα χιτλερικής έμπνευσης ΜΜΕ. Όμως αυτές οι ομάδες δεν ταυτίζονται με την μωαμεθανική παράδοση, που είχε και έχει, όπως και οι άλλοι 2 μονοθεϊσμοί πολλά πρόσωπα.

Το παλαιστινιακό πρόβλημα έγκειται στην μέχρι τούδε υστερική και δημαγωγική ανικανότητα και μίας φυλετικά συγκροτημένης και διεφθαρμένης παλαιστινιακής κοινωνίας, να βρει μία βιώσιμη λύση στο θέμα της νομιμοποιημένης εθνικής ύπαρξης. Ολέθρια είναι δε η στάση της παλαιστινιακής πολιτικής ηγεσίας να μην αναγνωρίζει το δικαίωμα ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ, καθώς και να μην ελέγχει και να ανέχεται τις συνεχείς δολοφονικές και αυτοκτονικές απόπειρες διαφόρων ανεξέλεγκτων, εξτρεμιστικών ομάδων κρούσης. Ετσι γεννήθηκε στις δυτικές χώρες και όχι μόνον, η ισλαμοφοβία.

Η κλασσική αντισημιτική εβραιοφοβία δεν κυριαρχεί πλέον στην Δύση. Όμως ο Τaguieff στο τέλος του δοκιμίου του τονίζει την νέα εβραιοφοβία μετά το 1945. Η νέα μορφή είναι ο ριζικός αντισιωνισμός, που υπάρχει τόσο στην άκρα δεξιά όσο και στην άκρα αριστερά (και όχι μόνον). Η μορφή αυτή εμφανίστηκε μέσω μίας γλωσσικής ολίσθησης: μέσω της άκριτης χρήση των λέξεων «ιμπεριαλισμός» και «Παλαιστίνη». Σήμερα γίνεται λόγος για τον «παγκόσμιο σιωνισμό» (!) (ενώ είναι απλά ο ισραηλινός εθνικισμός, ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από κάθε εθνικισμό), για την κυριαρχία του εβραϊκού λόμπυ στην αμερικανική πολιτική, για την ταύτιση του Sharon με τον A. Hitler, κτλ. Ο παλαιός στόχος της εξόντωσης των Εβραίων αντικαταστάθηκε με την καταστροφή του κράτους του Ισραήλ.

Ο νέος ρατσισμός είναι ο αντισιωνισμός. Ετσι οι οπαδοί του υιοθετούν τις αντισιωνιστικές θέσεις του ισλαμικού ρατσισμού. Στις δυτικές χώρες έληξε τις τελευταίες δεκαετίες η περίοδος όπου ακόμα έδιναν τον τόνο οι γενιές που κρατούσαν ζωντανή τη μνήμη της Shoah και είχαν κακή συνείδηση γι αυτό. Η μεταμοντέρνα ισοπέδωση των αξιών και των ταυτοτήτων οδήγησε στον σχετικισμό και στη συλλογική λήθη για το ιστορικό παρελθόν, καθώς και στην ανικανότητα μιας διαφοροποιημένης κριτικής απέναντι στην απελπιστικά προβληματική και αδιέξοδη πολιτική των κυβερνήσεων τόσο του Ισραήλ όσο και της Παλαιστίνης.

Η τελική απάντηση στο γιατί η εβραιοφοβία είναι ελκυστική σε πολλούς ανθρώπους, μπορεί να βρεθεί μερικώς, μόνον στην ψυχανάλυση και στην συγκριτική μελέτη των θρησκειών. Ο Τaguieff κάνει νύξεις σε άλλα έργα του. Ωστόσο το βέβαιο είναι ότι ο αντιιουδαϊσμός, ο αντιχριστιανισμός και ο αντιμωαμεθανισμός εμφορούνται από το μίσος και τον φθόνο ενάντια στον Αλλο.

Θάνος Λίποβατς

Ομότ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου Αθήνα

Ο Ανδρέας Πανταζόπουλος και ο Θάνος Λίποβατς παρουσιάζουν στην Αθήνα το νέο δοκίμιο του Πιέρ-Αντρέ Ταγκυέφ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

 ΠΙΕΡ-ΑΝΤΡΕ ΤΑΓΚΥΕΦ

 ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ;

 Μετάφραση: Αναστασία Ηλιαδέλη, Ανδρέας Πανταζόπουλος

Οι Εκδόσεις της Εστίας

 σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου:

Τι είναι αντισημιτισμός;

 το Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011, στις 12:00’ το μεσημέρι,

 στο Βιβλιοπωλείο της Εστίας

 (Σόλωνος 60, Αθήνα. Τηλ.:210 36 15 077).

 Συντονιστής:

 Σταύρος Ζουμπουλάκης

Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:

Ανδρέας Πανταζόπουλος

Επίκουρος καθηγητής ΑΠΘ

Θάνος Λίποβατς

Ομότιμος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:

Τι είναι αντισημιτισμός; Ποιες ιδέες, ποια πάθη και ποια συμφέροντα γεννούν και αναζωπυρώνουν διαρκώς το ρατσιστικό μίσος κατά των Εβραίων; Ποια είναι τα βασικά αντισημιτικά στερεότυπα και πώς αναπαράγονται; Εκτός από τον δεξιό υπάρχει και αριστερός αντισημιτισμός; Ποια μορφή παίρνει ο αντισημιτισμός στις μέρες μας;

Ο Γάλλος φιλόσοφος, πολιτειολόγος και ιστορικός των ιδεών Πιερ-Αντρέ Ταγκυέφ, με αυτό το πολύ πρόσφατο δοκίμιό του (Δεκέμβριος 2010), παρουσιάζει πυκνά μα ολοκληρωμένα το ιστορικό, φιλοσοφικό και πολιτικό πανόραμα της γέννησης, της ανάπτυξης καί της θεματικής του αντισημιτισμού. Ερευνά τους βασικούς αντισημιτικούς μύθους, τις ιστορικές και θεωρητικές καταβολές τους, παρακολουθεί την πορεία τους μέσα στο χρόνο, μια πορεία που καταλήγει σήμερα στην ανάδυση ενός ανανεωμένου εβραιόφοβου λόγου, στην αναθέρμανση, εν μέσω παγκοσμιοποίησης, του προαιώνιου αντιεβραϊκού μίσους και στον προσανατολισμό του κατεξοχήν εναντίον του Ισραήλ.

Το παρόν δοκίμιο του Π.-Α. Ταγκυέφ δεν έχει εκδοθεί μέχρι τώρα, ως βιβλίο και υπό τη μορφή αυτή, σε καμία άλλη χώρα. Η παρούσα ελληνική μετάφραση είναι η παγκόσμια πρώτη έκδοσή του.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:

Ο φιλόσοφος, πολιτειολόγος και ιστορικός των ιδεών Πιερ-Αντρέ Ταγκυέφ (Pierre-André Taguieff) γεννήθηκε το 1946 στο Παρίσι. Είναι διευθυντής ερευνών στο CNRS-Cevipof (Παρίσι). Τα κύρια αντικείμενα των ερευνών του είναι ο ρατσισμός, ο αντισημιτισμός, ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός, η άκρα δεξιά και η θεωρία της συνωμοσίας.

ΤΙ ΕΓΡΑΨΕ Ο ΤΥΠΟΣ:

Ο Πιερ-Αντρέ Ταγκυέφ εξετάζει συνοπτικά την άνοδο του αντισηµιτισµού σε ολόκληρο τον κόσµο, τις αιτίες του φαινοµένου και τη λύση που πρέπει να δώσει το κράτος του Ισραήλ ώστε να το περιορίσει. […] Εκείνο που καθιστά [το βιβλίο] ενδιαφέρον είναι ότι τονίζει την ανησυχητική άνοδο του αντισηµιτισµού την τελευταία δεκαετία, ιδιαίτερα στις ισλαµικές χώρες όπου η δίκαιη υπόθεση των Παλαιστινίων χρησιµοποιείται από τις πολιτικές τους ηγεσίες ως προκάλυµµα πίσω από το οποίο κρύβεται το µίσος εναντίον των εβραίων. Υπάρχει ο αντισηµιτισµός της ∆εξιάς βέβαια, που είναι και ο γνωστότερος, αλλά υπάρχει και ο αντισηµιτισµός µιας νεόκοπης Αριστεράς.

Αναστάσης Βιστωνίτης, Το Βήμα

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΕΔΩ

Πηγή: athjcom.gr

Συνέδριο: “Η μεσσιανική ιδέα και οι μεταμορφώσεις της”

Το ίδρυμα “ΑΡΤΟΣ ΖΩΗΣ” διοργανώνει στις 26 και 27 Νοεμβρίου 2010 συνέδριο με τον τίτλο: “Η μεσσιανική ιδέα και οι μεταμορφώσεις της. Από την Παλαιά Διαθήκη ως τους πολιτικούς μεσσιανισμούς του 20ου αιώνα”. Το συνέδριο θα πραγματοποιηθεί στο αμφιθέατρο “Μεγάρου Διοικητού Θεοδώρου Β. Καρατζά”.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Α΄ συνεδρία (Πρόεδρος: Κων/νος Ζάρρας)

  • 5.30 μ.μ. : Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ.
    “Η διαμόρφωση της μεσσιανικής ιδέας στην Παλαιά Διαθήκη και η επανερμηνεία της στην Καινή Διαθήκη”
  • 5.50 μ.μ. : Πέτρος Βασιλειάδης, καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ.
    “Από τον ιουδαϊκό μεσσιανισμό στην πρωτοχριστιανική χριστολογία”
  • 6.10 μ.μ.: Χρήστος Καρακόλης, επίκ. καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας του Παν. Αθηνών
    “Το καινοφανές του πρωτοχριστιανικού μεσσιανισμού. Ενότητα και εκδοχές του χριστολογικού κηρύγματος της πρώτης Εκκλησίας”
  • 6.30 μ.μ.: Αικατερίνη Τσαλαμπούνη, λέκτορας στο Τμήμα Ποιμ. & Κοιν. Θεολογίας του Α.Π.Θ.
    “Το κήρυγμα του αποστόλου Παύλου για τον Μεσσία-Χριστό: Η θέση του μέσα στην παύλεια θεολογία και ο ρόλος του στη διαμόρφωση της ταυτότητας των παύλειων κοινοτήτων”

Β΄ συνεδρία (Πρόεδρος Ανδρέας Πανταζόπουλος)

  • 7.30 μ.μ.: π. Αντώνιος Πινακούλας, εφημέριος του Ι.Ν. Αγ. Παντελεήμονος Χαλανδρίου
    “Ο βυζαντινός μεσσιανισμός. Η περίοδος της ουτοπίας”
  • 7.50 μ.μ.: Ν. E. Καραπιδάκης, καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου
    “Από ένα βιβλικό θέμα σε μια πολύμορφη ιδεολογία. Η εικόνα του Μεσσία στη βασιλική ιδεολογία και στα κοινωνικά κινήματα κατά τον δυτικό Μεσαίωνα”

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Γ΄ Συνεδρία (Πρόεδρος: Αικατερίνη Τσαλαμπούνη)

  • 10.00 π.μ.: Κωνσταντίνος Θ. Ζάρρας, λέκτορας στο Τμήμα Θεολογίας του Παν. Αθηνών
    “Μεσσιανικές αντιλήψεις στον ραββινικό και μεσαιωνικό ιουδαϊσμό”
  • 10.20 π.μ.: Αγγελική Ζιάκα, λέκτορας στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ.
    “Μεσσιανικές προσδοκίες στο σιιτικό Ισλάμ”
  • 10.40 π.μ.: Σάββας Μιχαήλ, γιατρός, συγγραφέας
    “Γκόλεμ και Μεσσίας”

Δ΄ Συνεδρία (Πρόεδρος: Ν.Ε. Καραπιδάκης)

  • 11.40 π.μ.: Χρήστος Μαρσέλλος, μεταφραστής, συγγραφέας
    “Η εποχή του Πνεύματος και οι μεσσιανισμοί της, μετά τον Ιωακείμ τον εκ Φλωρίδος”
  • 12.00: Μιχάλης Πάγκαλος, δρ. φιλοσοφίας, συγγραφέας, μεταφραστής
    “Ουτοπία και μεσσιανισμός”
  • 12.20 μ.μ.: Νικόλας Πίσσης, ιστορικός
    “Αποκαλυπτικός λόγος και μεσσιανική προσδοκία: Χρήσεις και λειτουργίες από τη βυζαντινή στην οθωμανική περίοδο”

Ε΄ Συνεδρία (Πρόεδρος: Χρήστος Καρακόλης)

  • 5.00 μ.μ.: Γιώργος Σαγκριώτης, δρ. φιλοσοφίας, συγγραφέας, μεταφραστής
    “Ο πολιτικός μεσσιανισμός του Βάλτερ Μπένγιαμιν”
  • 5.20 μ.μ.: Γιώργος Παπαφράγκου, υποψήφιος διδάκτωρ πολιτικής φιλοσοφίας
    “Ubi Lenin, ibi Jerusalem: Η αναζήτηση της ουτοπίας και οι πολιτικές συνέπειές της στο έργο του Ερνστ Μπλοχ”
  • 5.40 μ.μ.: Σταύρος Ζουμπουλάκης, πρόεδρος Δ.Σ. «Άρτου Ζωής», διευθ. περ. Νέα Εστία
    “Ποιος είναι τελικά Μεσσίας: Η μεσσιανική ιδέα στο έργο του Εμμανουήλ Λεβινάς”

Στ’ Συνεδρία (Πρόεδρος: Σταύρος Ζουμπουλάκης)

  • 6.40 μ.μ.: Ανδρέας Πανταζόπουλος, επίκ. καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.
    “Αυτός που ήρθε απ’ έξω: Η σωτηριολογική διάσταση του λαϊκιστή ηγέτη”
  • 7.00 μ.μ.: Θάνος Λίποβατς, καθηγητής πολιτικής ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
    “Ο εθνικοσοσιαλισμός ως πολιτικός μεσσιανισμός”
  • 7.20 μ.μ.: Γεράσιμος Βώκος, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.
    “Οι πολιτικοί μεσσιανισμοί του εικοστού αιώνα”

Via: Ιστολόγιο βιβλικών σπουδών / Biblical Studies Blog