Αντισημιτισμός στην Ελλάδα: ένα από τα συμπτώματα του μοντέρνου ελληνικού εθνικοπατριωτισμού

του Κώστα Αβραμίδη 

Αντισημιτικό πανό σε συλλαλητήριο κατά της συμφωνίας των Πρεσπών (Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος του 2018). Πηγή: conspiracywatch.info

Δεν υπάρχει διαφυγή από τον αντισημιτισμό και τους αντισημίτες στην Ελλάδα. 

Το φαινόμενο του αντισημιτισμού στην Ελλάδα είναι πέραν της θεωρίας του «καναρινιού στο ανθρακωρυχείο» (canary in a coal mine). Σύμφωνα με αυτήν την θεωρία, σε μια κοινωνία που οι συνωμοσιολογικές αντισημιτικές απόψεις και η βία είναι σε ανοδική πορεία, ο εθνικισμός βρίσκεται επίσης σε έξαρση. Αν αυτό όντως ισχύει, η Ελλάδα πρέπει να αποτελεί την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, καθώς ο αντισημιτισμός δεν σταμάτησε ποτέ να είναι η αιχμή του ελληνικού εθνικισμού, ο οποίος είναι καθεστώς εδώ και διακόσια χρόνια, ενώ οι επιπτώσεις του επιδρούν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Φυσικά οι πρώτοι που «γεύονται» τις συνέπειες των γενεών οικοδόμησής του, είναι οι μειονότητες και οι μετανάστες.

Την τελευταία δεκαετία, το δρόμο για την συμμετοχή της εθνικιστικής ακροδεξιάς – εμπροσθοφυλακής του ελληνικού εθνικισμού – στα υψηλότερα κυβερνητικά κλιμάκια έστρωσε η αριστερά όταν συνεργάστηκε με τους εθνικιστές ακροδεξιούς συνωμοσιολόγους με σκοπό την δημιουργία «αριστερής» κυβέρνησης. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο το έκανε και η δεξιά εισάγοντας στην παράταξή της εθνικιστές ακροδεξιούς, ώστε να συσπειρώσει στις τάξεις της τους ακροδεξιούς, διαφορετικά δεν θα μπορούσε ούτε αυτή να σχηματίσει μακρόπνοη κυβέρνηση. 

Δυστυχώς, για όλους αυτούς που έχουν διδαχθεί να βλέπουν την πολιτική με όρους δεξιάς και αριστεράς και όχι με όρους εθνικιστών/πατριωτών και δημοκρατών, ο δεξιός και ακροδεξιός αντισημιτισμός και ρατσισμός είναι το κύριο πρόβλημα ενώ ο αριστερός αντισημιτισμός και ρατσισμός ξεπλένονται στην κολυμβήθρα του «αγωνιστικού παρελθόντος» του αντικαπιταλισμού και του αντιιμπεριαλισμού. 

Πολλοί θεωρούν φυσικό επόμενο, χωρίς να έχουν απαραίτητα άδικο, ότι είναι πιο εύκολο για τη δεξιά να προσελκύσει τους εθνικιστές και εθνικοπατριώτες ακροδεξιούς, αυτό όμως που αδυνατούν να κατανοήσουν στην Ελλάδα – και όχι μόνο – είναι ότι αυτό που γεννά τον αντισημιτισμό τον ρατσισμό, καθώς και άλλες μορφές διακρίσεων στις μοντέρνες κοινωνίες και έθνη-κράτη, είναι η εθνικιστική εξιστόρηση των πραγμάτων και η δημιουργία εθνικιστικής συνείδησης και πολιτισμού.

Το μέγεθος του προβλήματος είναι τόσο μεγάλο, που οι λίγοι συνάνθρωποί μας που πραγματικά θέλουν να βοηθήσουν για να αλλάξει η κατάσταση της κοινωνίας στην οποία ζουν καταναλώνουν το χρόνο τους προσπαθώντας να αντικρούσουν τα συμπτώματα του εθνικισμού. 

Η μη ύπαρξη δημοκρατικής κοσμικής πολιτικής εκπαίδευσης με σκοπό την δημιουργία ενεργών πολιτών με δημοκρατικό ήθος και πολιτισμό για την οικοδόμηση μιας ολοένα και περισσότερο δημοκρατικής κοινωνίας είναι το ζητούμενο. Όσο αυτό το ζητούμενο συνεχίζει να μην είναι ο κυρίαρχος πολιτικός στόχος στις κοινωνίες που ζούμε, θα συνεχίσουμε να βιώνουμε τις ολέθριες επιπτώσεις του εθνικισμού. 

Οι Εβραϊκές Κοινότητες στην Ελλάδα μετά το σχεδόν ολικό ξεκλήρισμά τους κατά τη διάρκεια της Shoah, με την συμμετοχή μεγάλου μέρους των Ελληνορθοδόξων αυτής της χώρας, αποτελεί πλέον μια μικρή μειονότητα σε σχέση με άλλες πολυπληθέστερες στην χώρα, όπως οι Ρομά, οι Τούρκοι, οι Σλάβοι κτλπ, παρόλα αυτά αποτελούν κυρίαρχο στόχο της ελληνικής εθνικιστικής μισαλλοδοξίας.

Πάνω από τα 2/3 του ντόπιου πληθυσμού έχει αρνητικές απόψεις για τους Εβραίους μέσα στη χώρα και το εξωτερικό, και φυσικά δεν τους θεωρεί Έλληνες πολίτες, καθώς δεν είναι χριστιανορθόδοξοι.

Οι λιγοστοί που απόμειναν έχουν καταφέρει να εξαφανιστούν μέσα στο πλήθος, αυτό όμως δεν έχει αποθαρρύνει τους Έλληνες εθνικιστές από το να βεβηλώνουν τους τάφους των προγόνων τους, τα πρόσφατα αναγερθέντα μνημεία για το Ολοκαύτωμα και τους εναπομείναντες χώρους λατρείας που ντόπιοι Έλληνες δεν πρόφτασαν να καταστρέψουν στο παρελθόν.

Από την άλλη μεριά, κάθε φορά που το κράτος-καταφύγιο του Ισραήλ εμπλέκεται σε εχθροπραξίες με τους Παλαιστινίους, αυτό το μικρό κράτος κατηγορείται από τους Έλληνες εθνικιστές ως υπεύθυνο για αυτήν την πολυετή, πολυσύνθετη και πικρή διαμάχη μεταξύ των δύο πλευρών. Με τις υπεραπλουστευτικές τους εξηγήσεις, πολλοί Έλληνες αριστεροί αλλά και άλλοι ενισχύουν τον ήδη υπάρχοντα αντισημιτισμό. 

Ενδεικτικό του τρόπου σκέψης των Ελλήνων εθνικιστών και λοιπών πατριωτών αποτυπώνεται πολύ καλά σε ένα ηχητικό ντοκουμέντο από την υπερασπιστική γραμμή που ακολούθησε ο Θάνος Πλεύρης ως συνήγορος του πατέρα του, που ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ψαρράς συμπεριέλαβε σε πρόσφατο άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών. 

«Θα μπορούσατε να δικάσετε εδώ έναν άνθρωπο που θα έλεγε ότι θέλω να εξοντωθούν οι Τούρκοι; Θα μπορούσατε να δικάσετε εδώ έναν άνθρωπο που θα σας έλεγε ότι δεν αντέχω να έχω Αλβανούς στην Ελλάδα, δεν θέλω κανέναν Αλβανό στην Ελλάδα; Ειπώθηκε ότι λέει πως θέλει απαλλαγή της Ευρώπης από τους Εβραίους. Θα μπορούσατε εσείς να δικάσετε κάποιον που θα έλεγε ότι δεν θέλω να υπάρχει κανένας ξένος στην Ελλάδα; Καμία άλλη εθνική οντότητα; Ή κάποιον χριστιανό που θα έλεγε δεν θέλω να υπάρχει κανένας αλλόθρησκος στην Ελλάδα;».

Και φυσικά, ο Θάνος Πλεύρης δικαιώθηκε με αυτήν την εθνικιστική αντισημιτική/ρατσιστική υπερασπιστική του γραμμή, καθώς όπως όλοι γνωρίζουν ο αντισημίτης και λάτρης του εθνικοσοσιαλισμού συγγραφέας πατέρας του, αθωώθηκε από τους Έλληνες δικαστές και την ελληνική δικαιοσύνη, καθώς η συγκεκριμένη δικαιοσύνη είναι πρώτα απ’ όλα ελληνική και μετά δικαιοσύνη… 

Παρουσίαση τριών άρθρων για το «Λευκό Ρόδο», τον ναζισμό και τον αντισημιτισμό (περ. Άνθρωπος, τεύχος 4, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2021)

Στο τρέχον τεύχος του περιοδικού «Άνθρωπος» (Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2021) δημοσιεύονται τρία άρθρα στο πλαίσιο της θεματικής ενότητας «Λευκό Ρόδο», ναζισμός, αντισημιτισμός. Παρουσιάζουμε εν συντομία το περιεχόμενό τους.

Ο Δημήτρης Σπ. Γεωργιάδης γράφει για το «Λευκό Ρόδο» ως έμπνευση απέναντι σε κάθε ολοκληρωτισμό (σελ. 168-178). Ο πυρήνας αυτής της σημαντικής αντιστασιακής ομάδας, η οποία έδρασε κυρίως στη νότια Γερμανία από την άνοιξη του 1942 έως τις αρχές του 1943, αποτελείτο κυρίως από νεαρούς φοιτητές με θεολογικές και φιλοσοφικές ανησυχίες που αποφάσισαν να εναντιωθούν έμπρακτα στην αυξανόμενη κτηνωδία των ναζιστών και των υποστηρικτών τους. Στο άρθρο γίνεται αναφορά αφενός στις επιρροές που άσκησαν στα μέλη του «Λευκού Ρόδου» τόσο το οικογενειακό τους περιβάλλον όσο και τα απαιτητικά τους αναγνώσματα, συντελώντας αποφασιστικά στην εγκατάλειψη της απάθειας και της ουδετερότητας απέναντι στα κατ’ εξακολούθηση εγκλήματα των ναζιστών. Σε άμεση συνάρτηση, αναδεικνύεται αφετέρου η καινοφανής στόχευση των φυλλαδίων που συνέτασαν και διένειμαν με κίνδυνο της ζωής τους τα μέλη του «Λευκού Ρόδου». Στην ακριβέστερη κατανόηση της γενναιότητας αυτών των νεαρών αγωνιστών συμβάλλει και η σύντομη ενασχόληση με τη διαχρονικότητα του αντιεβραϊκού μίσους, η συντήρηση του οποίου δημιούργησε εν τέλει έναν «ομόφωνο αντισημιτισμό» που απέδιδε στους Εβραίους συλλήβδην την ευθύνη για όλες τις άσχημες εξελίξεις. Σε αυτήν τη ριζοσπαστική ομοφωνία – που έμελλε να οδηγήσει στη γενοκτονία – αντιτάχθηκε το «Λευκό Ρόδο» με τον μεστό και ανθρώπινο λόγο του.    

Ο Δημήτρης Κράββαρης παρουσιάζει εκτενώς ένα από τα πιο πολυσυζητημένα μη λογοτεχνικά βιβλία της χρονιάς που πέρασε στη Γερμανία (σελ. 179-195). Πρόκειται για το πόνημα του δραστήριου δημοσιογράφου της Süddeutsche Zeitung, Ronen Steinke, με τον χωρίς περιστροφές τίτλο «Τρόμος κατά των Εβραίων. Πώς η αντισημιτική βία ενδυναμώνει και το κράτος αποτυγχάνει. Ένα κατηγορώ» (στις εκδόσεις Berlin). Στον αντίποδα όσων διατείνονται ότι το πρόσφατο αντισημιτικό, ρατσιστικό και μισογυνικό τρομοκρατικό χτύπημα στη συναγωγή της Χάλλε επί του Ζάαλε (9 Οκτωβρίου του 2019) αποτελεί «μεμονωμένη πράξη» ή «προειδοποιητικό σημάδι», ο Ronen Steinke εγγράφει αυτή την επίθεση στη μακρά συνέχεια της αντισημιτικής βίας στη μεταπολεμική Γερμανία. Με τα αλλεπάλληλα λάθη του και τις συνεχείς παραλείψεις του, υποστηρίζει ο συγγραφέας, το γερμανικό κράτος συνέβαλε στη διαιώνιση αυτού του προβλήματος. Ο Ronen Steinke παραθέτει αδιάσειστα στοιχεία αυτής της διαχρονίας με αποκορύφωμα το πληρέστερο ίσως χρονικό περιστατικών αντισημιτικής βίας από το 1945 και μετά που έχει δημοσιευτεί έως σήμερα στη Γερμανία – ένας μακρύς κατάλογος βεβηλώσεων, εμπρηστικών και άλλων επιθέσεων, δολοφονιών (μεταξύ των θυμάτων και επιζώντες του Ολοκαυτώματος). Εστιάζει, μάλιστα, σε συγκεκριμένα περιστατικά προκειμένου να καταδείξει τις ευθύνες του γερμανικού κράτους για την ατιμωρησία ενός μεγάλου αριθμού αντισημιτικών εγκλημάτων και παραθέτει ουκ ολίγες συνομιλίες που είχε με μέλη εβραϊκών κοινοτήτων για τα κρίσιμα ζητήματα της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης απέναντι στο κράτος. Με αφορμή την έρευνα του Γερμανού δημοσιογράφου διατυπώνονται στο άρθρο σκέψεις για την αντισημιτική βία στην Ελλάδα καθώς και προτάσεις για μια αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της αντιεβραϊκής βίας.    

Ο Χρύσανθος Κωνσταντίνου εξετάζει τρεις ερμηνευτικές προσεγγίσεις του αντισημιτισμού αναδεικνύοντας συγχρόνως σημεία τομής τους (σελ. 196-213). Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ (Στοχασμοί για το εβραϊκό ζήτημα, 1946) ορίζει τον αντισημιτισμό ως «πάθος μίσους που δεν ακολουθεί, αλλά προηγείται των γεγονότων και μάλιστα ο αντισημίτης αναζητά τα γεγονότα που δήθεν θα επιβεβαιώσουν αυτό το πάθος» (σελ. 197). Ο Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ (Τι είναι ο αντισημιτισμός, 2011) προκρίνει τον όρο «εβραιοφοβία» έναντι του όρου «αντισημιτισμός», καθώς αυτός ο τελευταίος, ενώ αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη μορφή αντιεβραϊκής αντίληψης, έχει καθιερωθεί καταχρηστικά ως τρόπος συναντίληψης όλων των μορφών αντιεβραϊκής συμπεριφοράς. Για τον Ταγκιέφ, ο όρος «εβραιοφοβία» αντιστοιχεί σε μια πιο διευρυμένη αντίληψη της αντιεβραϊκής στάσης, καθώς «δεν περιλαμβάνει μόνο τα ατομικά συναισθήματα της εχθροπάθειας αλλά και τη συνολική ιστορικο-πολιτική συνθήκη μιας κοινωνίας» (σελ. 204). Στο άρθρο γίνεται επίσης μνεία στην κατηγοριοποίηση των αντιεβραϊκών μύθων από τον Ταγκιέφ καθώς και στις αρχές από τις οποίες διέπονται οι συνωμοσιολογικές αφηγήσεις. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, τέλος, συνδέει τον αντισημιτισμό με τη μακρά ιστορία του ευρωπαϊκού χριστιανισμού (Άσπονδοι αδελφοί. Εβραίοι, Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, 2019). Χωρίς τον ιστορικό αντιιουδαϊσμό, τονίζει ο Ζουμπουλάκης, οι ναζί δεν θα είχαν μπορέσει να συγκροτήσουν την κοσμοθεωρία του «λυτρωτικού αντισημιτισμού». Αναφορά γίνεται ακόμα στις αυτοκριτικές διεργασίες στους κόλπους των ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντικών εκκλησιών με σκοπό την ανάσχεση του αντιεβραϊκού μίσους.  

Λευκάδα: στο δρόμο με τα αντισημιτικά συνθήματα

Αλγεινή εντύπωση προκαλεί το πλήθος αντισημιτικών και αντιεμβολιαστικών συνθημάτων που έχουν αναγραφεί κατά μήκος του δρόμου που συνδέει το χωριό Τσουκαλάδες με τον Άγιο Νικήτα. Ο συγκεκριμένος δρόμος είναι από τους πιο πολυσύχναστους του νησιού κάθε καλοκαίρι. Εκατοντάδες παραθεριστές κάνουν καθημερινά αυτή τη διαδρομή για να μεταβούν, μεταξύ άλλων, στη δημοφιλή παραλία Πευκούλια. Ο Δήμος Λευκάδας φαίνεται να αδιαφορεί προς το παρόν γι’αυτή την κατάσταση που δυσφημίζει το νησί, καθώς δεν έχει στείλει ακόμα συνεργείο για να σβήσει τα συνθήματα μίσους.   

Ήδη εντός του χωριού Τσουκαλάδες και σε περίφραξη νεκροταφείου έχει αναγραφεί με μπλε μπογιά η εξίσωση «Μασονία = Εβραιοσιωνισμός» δίπλα από το σύνθημα «Κάτω η Νέα Δικτατορία» των αντιεμβολιαστών.

Φωτογραφία: Against Antisemitism blog (Ιούλιος του 2021)

Καθοδόν προς την παραλία Πευκούλια και στην επιφάνεια του προστατευτικού τοιχίου, το οποίο έχει μήκος σχεδόν 2 χιλιόμετρα, έχουν αναγραφεί δεκάδες ευμεγέθη συνθήματα: «Φονιάδες των Λαών Ιζραηλίτες», «Fuck Off Izrael» και άλλα πολλά και τρομακτικά.

Δεν πρόκειται δυστυχώς για νέο φαινόμενο σε αυτή την περιοχή. Το μπλογκ Epirus Beaches δημοσίευσε πριν λίγα χρόνια φωτογραφία με παρόμοια γκράφιτι –  «Viva Hezbollah», «Fuck Israel – USA» (τα δύο s έχουν αντικατασταθεί από τη σβάστικα). Ο Δήμος Λευκάδας έχει κάποιο σχέδιο για να αποτρέψει τη δράση των αντισημιτών και των αντιεμβολιαστών; 

Βίαιες αντισημιτικές επιθέσεις στη Γερμανία με πρόσχημα το Μεσανατολικό

Του Δημήτρη Κράββαρη

Η Συναγωγή της Βόννης, φωτογραφία του Eckhard Henkel ( Wikimedia Commons / CC BY-SA 3.0 DE)

Περιστατικά αντισημιτικής βίας με πρόσχημα την πρόσφατη ανάφλεξη στο Ισραήλ και τα παλαιστινιακά εδάφη σημειώθηκαν τα τελευταία εικοσιτετράωρα σε αρκετές γερμανικές πόλεις.

Συγκεντρωμένα άτομα έκαψαν ισραηλινές σημαίες μπροστά από τις Συναγωγές της Βόννης και του Μίνστερ (Βεστφαλία). Η γυάλινη πρόσοψη της Συναγωγής της Βόννης υπέστη, μάλιστα, σοβαρές ζημιές από τη ρίψη αντικειμένων. Σημειώθηκε, επίσης, απόπειρα παραβίασης της εισόδου. Η αστυνομία κατέφτασε με καθυστέρηση, καταφέρνοντας να συλλάβει μερικούς μόνο υπόπτους. Η έγκαιρη παρέμβαση της αστυνομίας στο Μίνστερ και η αλληλέγγυη στάση των γειτόνων απέτρεψαν τα χειρότερα.

Την περασμένη Δευτέρα σημειώθηκε απόπειρα εμπρησμού του Μνημείου σε ανάμνηση της Μεγάλης Συναγωγής του Ντίσελντορφ που καταστράφηκε το 1938 από τους ναζί. Ευτυχώς η φωτιά δεν πήρε διαστάσεις. Σε σχετική της ανακοίνωση, η Εβραϊκή Κοινότητα της πόλης εξέφρασε την ανησυχία της γι’αυτή την ακραία πράξη μίσους στο κέντρο της πόλης, εφιστώντας την προσοχή στην ολοένα αυξανόμενη αντισημιτική βία που αφορμάται από το μίσος για την ύπαρξη του ισραηλινού κράτους.

Ατμόσφαιρα αντισημιτικού πογκρόμ και στο Γκέλζενκίρχεν, όπου διακόσιοι περίπου διαδηλωτές – ανάμεσά τους πολλοί Τούρκοι ακροδεξιοί – κατάφεραν να πραγματοποιήσουν πορεία από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό ως τη Συναγωγή της πόλης, φωνάζοντας αντισημιτικά συνθήματα («Σκατοεβραίοι», «Παιδοκτόνο Ισραήλ» κ.α.). Η Αστυνομία εμπόδισε την τελευταία στιγμή τους συγκεντρωμένους να πλησιάσουν στην Συναγωγή χωρίς, ωστόσο, να καταφέρει να διαλύσει τη συγκέντρωση.

Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η αντιισραηλινή διαδήλωση στη Βρέμη την Πέμπτη, με τους παρευρισκόμενους να φωνάζουν διαρκώς «Αλλάχου Άκμπαρ» και να περιφρονούν τις αποστάσεις ασφαλείας λόγω κορωνοϊού.

Ο κατάλογος που παραθέτουμε δεν είναι πλήρης, καταδεικνύει ωστόσο το πόσο ευάλωτη είναι η εβραϊκή ζωή στη Γερμανία εν έτει 2021. Δεν είναι η πρώτη φορά που οργανωμένες ομάδες ισλαμιστών κατεβαίνουν στους δρόμους της Γερμανίας για να εκφράσουν το αντισημιτικό τους μίσος και να εκφοβίσουν τις εβραϊκές κοινότητες της χώρας. Σύσσωμος ο γερμανικός πολιτικός κόσμος καταδικάζει τη νέα αντισημιτική βία, με προεξάρχοντα τον Φρανκ-Βάλτερ Στάινμάιερ. Tο κράτος καλείται, ωστόσο, να αποδείξει ότι έχει διδαχθεί από τα λάθη του πρόσφατου παρελθόντος (βλ. την αντισημιτική επίθεση στην αφύλακτη Συναγωγή της Χάλλε τον Οκτώβριο του 2019) και ότι είναι έτοιμο να προστατεύσει αποτελεσματικά τους πολίτες του από τους αντισημίτες μιμητές της Χαμάς.

Πηγές: Ruhrbarone, Jüdische Allgemeine, Belltower News, Jüdische Gemeinde Düsseldorf.

Οι Εβραίοι στην Ιρλανδία του 20ου αιώνα – Πρόσφυγες, αντισημιτισμός και το Ολοκαύτωμα

Ο Κώστας Αβραμίδης γράφει για το βιβλίο του Dermot Keogh „Jews in the twentieth-century Ireland – Refugees, Anti-Semitism and the Holocaust” (Cork University Press, 1998).

Για να κατανοήσει κάποιος/α τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λαμβάνει χώρα ένα γεγονός ή μια σειρά γεγονότων σε μια κοινωνία ανθρώπων πρέπει να κατανοήσει όσο είναι δυνατόν την εξέλιξη αυτής της κοινωνίας σε βάθος χρόνου, τις συνθήκες και τα γεγονότα, καθώς και το πώς έβλεπε αυτή η κοινωνία ανθρώπων το είδωλό της στον «καθρέφτη» κατά την διάρκεια της τότε εξέλιξης της.

Επίσης πρέπει να λάβει υπόψιν το συνεχώς αυξανόμενο χάσμα που το πέρασμα του χρόνου δημιουργεί για την κατανόηση των πραγμάτων μεταξύ της σημερινής γενιάς ανθρώπων και των σημερινών κοινωνιών και όλων των προηγούμενων ανθρώπων και κοινωνιών που προϋπήρχαν, δυσκολεύοντας έτσι ακόμη περισσότερο το έργο μιας ερευνήτριας/ενός ερευνητή που θέλει να καταπιαστεί με την κατανόηση αυτών των γεγονότων.

Η Εβραϊκή κοινότητα της Ιρλανδίας στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν πάρα πολύ μικρή, αλλά εξίσου περιθωριοποιημένη όπως άλλες μεγαλύτερες κοινότητες σε άλλες χώρες της Ευρώπης, αριθμούσε μερικές εκατοντάδες ανθρώπων ανάμεσα σε εκατομμύρια χριστιανικού πληθυσμού, και ήταν εξίσου αχειραφέτητη όσο και η καθολική πλειοψηφία που ζούσε στο νησί.

Ο καθολικός Ντάνιελ Ο’Kονέλ που είχε εκλεγεί στο Βρετανικό κοινοβούλιο στις αρχές του 19ου αιώνα κατάφερε μετά από πολύ μεγάλη προσπάθεια να κερδίσει την απόκτηση βασικών πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων για τους Καθολικούς καθώς και για τους Εβραίους, μετά από παράκληση μελών της Εβραϊκής κοινότητας που ζούσαν στα Βρετανικά νησιά και την Ιρλανδία και με τα οποία ο Ο’Κονέλ διατηρούσε στενές επαφές και σχέσεις.

Κατά την διάρκεια του καταστροφικού λοιμού του 1845, που κράτησε για σειρά επτά ετών προκαλώντας το θάνατο ενός εκατομμυρίου κατοίκων και την μετανάστευση άλλων δύο εκατομμυρίων κατοίκων του νησιού, η μικρή Εβραϊκή κοινότητα βρέθηκε εξ αρχής στην πρώτη γραμμή των προσπαθειών για βοήθεια των πληγέντων.

Κατά την διάρκεια των ρωσικών αντισημιτικών πογκρόμ που 1880-1890 που ενεργοποιήθηκαν από τα αντισημιτικά μέτρα της Ρωσικής αυτοκρατορίας το 1882 και 1891 ένας μεγάλος πληθυσμός Ρώσων Εβραίων προσφύγων, που υπολογίζεται σε δυο εκατομμύρια ανθρώπων, εγκατέλειψε άρον άρον, μεταξύ του 1880 εως το 1914, τον τόπο τους και τα περισσότερα υπάρχοντά τους μεταναστεύοντας κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αλλά και στην Παλαιστίνη, Καναδά, Νότια Αφρική, Βρετανία και Ιρλανδία.

Οι Εβραίοι πρόσφυγες που βρίσκουν καταφύγιο στην Βρετανία και Ιρλανδία αυξάνουν τον αριθμό των Εβραίων στα νησιά, αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό, ο αριθμός των Εβραίων συνεχίζει να παραμένει πολύ μικρός σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό. Οι πρόσφυγες στο νησί της Ιρλανδίας εγκαθίσταται, κατά πλειοψηφία, στις μεγαλύτερες πόλεις του νησιού (Δουβλίνο, Μπέλφαστ, Κόρκ, Λίμερικ) καθώς οι πόλεις προσφέρουν μεγαλύτερη ασφάλεια και δυνατότητα εξοικονομησης των προς το ζην.

Κατά την διάρκεια των γεγονότων της υπόθεσης Ντρέιφους, ο εθνικιστής αρχηγός του Σιν Φέιν, Άρθουρ Γκρίφιθ, επιτρέπει την δημοσίευση αντισημιτικών άρθρων στο επίσημο όργανο της οργάνωσης United Irishman. Στα τέλει του 1899 ο ίδιος γράφει στην εφημερίδα της οργάνωσης: «Έχω δηλώσει και παλαιότερα ότι οι τρεις πιο δαιμονικές επιρροές του αιωνα είναι ο πειρατής, ο μασόνος, και ο Εβραίος». O Άρθουρ Γκρίφιθ που είχε ζήσει για αρκετό διάστημα στην Νότια Αφρική έγραψε επίσης στην εφημερίδα του για τους «βρομιάρηδες Εβραίους που έχουν εξαπλωθεί απο το Γιοχάνεσμπουργκ ως το Χάιντ Παρκ (Λονδίνο)».

Οι δηλώσεις στελεχών της Εβραϊκής κοινότητας ότι η Ιρλανδία είναι η ασφαλέστερη και ίσως η μοναδική χώρα στην Ευρώπη όπου δεν διώκονται οι Εβραίοι καταρρίπτονται γρήγορα και ηχηρά από τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στην πόλη του Λίμερικ το 1904, που αργότερα θα μετονομαστούν και ως το «πογκρόμ του Λίμερικ».

Ένας καθολικός ιερέας, ο πάτερ Creagh, ξεσηκώνει τον ντόπιο πληθυσμό κατά της τοπικής Εβραϊκής κοινότητας που αριθμεί είκοσι πέντε οικογένειες, κατά συντριπτική πλειοψηφία φτωχών βιοπαλαιστών. Οι απειλές λιντσαρίσματος, ο προπηλακισμός, καθώς και το μποϋκοτάζ συναλλαγών με την κοινότητα που κρατάει για σειρά μηνών καθιστά αδύνατη την παραμονή των προσφύγων στο Λίμερικ. Το γεγονός ότι δεν υπήρχαν θύματα οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην προστασία που η αστυνομία παρείχε στην κοινότητα. Οι δε χλιαρές εκκλήσεις της τοπικής ιεραρχίας της καθολικής εκκλησίας δεν έχουν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Οι Εβραϊκές οικογένειες υποχρεώνονται να ξεπουλήσουν ότι λίγα υπάρχοντα έχουν και να ξαναμεταναστεύσουν κατά κόρον στην Μεγάλη Βρετανία και την Αμερική.

Τα επόμενα χρόνια με την έξαρση του ιρλανδικού καθολικού εθνικισμού η μικρή κοινότητα θα βρεθεί αντιμέτωπη με σοβαρά δίλημματα. Κατά την διάρκεια του πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου μέλη εθνικιστικών ενόπλων οργανώσεων στην Ιρλανδία θα ξεσηκωθούν κατά των Βρετανών το 1916 με κύριο αίτημα την ανεξαρτησία και την δημιουργία ενός ανεξάρτητου Ιρλανδικού Καθολικού κράτους. Μετά το τέλος του πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, θα υπογραφεί συμφωνία μεταξύ των Ιρλανδών εθνικιστών και της Βρετανικής κυβέρνησης με την παραχώρηση των 26 κομητειών για τη δημιουργία ιρλανδικού ανεξάρτητου κράτους. Αυτή η συμφωνία δεν περιλαμβάνει τις έξι κομητείες του Ulster στο Βορρά καθώς η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι Ιρλανδοί διαφόρων Προτεσταντικών δογμάτων (Πρεσβυταριανοί, Αγγλικανοί, Μεθοδιστές, Βαπτιστές κ.α.) που αισθάνονται απειλούμενοι από το νέο καθεστώς που ξεδιπλώνεται στο νησί και αντιστέκονται σθεναρά – εξοπλίζονται και οργανώνονται σε παραστρατιωτικές οργανώσεις – στην προοπτική ενσωμάτωσής τους στο νέο κράτος.

Η συμφωνία που επιτυγχάνεται μεταξύ των Ιρλανδών Καθολικών εθνικιστών και του Βρετανικού κράτους θα φέρει τον διχασμό μεταξύ διαφορετικών εθνικιστικών κατανοήσεων και την ένοπλη εμφύλια σύρραξη. Η μικρή Ιρλανδική κοινότητα του νησιού έχοντας μπροστά της όλες αυτές τις δραματικές εξελίξεις θα προσπαθήσει να ενσωματωθεί στα νέα «κράτη» και στο πολιτικό περιβάλλον που θα αναδυθεί, δλδ τη Βόρεια Ιρλανδία και την Ιρλανδία.

Τα πράγματα θα πάνε από το κακό στο χειρότερο καθώς ο εθνικισμός, ο φασισμός και ο Ναζισμός κατευθύνονται προς το απόγειο τους με κύριο αποτέλεσμα τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα.

Τις δεκαετίες του 30 και 40 στην πολιτική σκηνή της Ιρλανδίας τα πράγματα που προκαλούν φόβο, ανασφάλεια και θλίψη στα μέλη της κοινότητας μέσα στη χώρα, είναι η άνοδος του εθνικιστικού, φασιστικού και αντισημιτικού κινήματος των blueshirts του στρατηγού Όουεν Ο’Ντάφυ, η εξωτερική πολιτική της Ιρλανδίας ως αναφορά την Γερμανία και τους Γερμανούς Εβραίους πρόσφυγες καθώς και οι κινήσεις του εθνικιστικού Σιν Φέιν-ΙΡΑ που έκανε προσπάθειες να πείσει τους Ναζί να τους βοηθήσουν να ενσωματώσουν την Βόρεια Ιρλανδία στο Ιρλανδικό κράτος!

Οι δε φασίστες και εθνικιστές του Όουεν Ο’Ντάφυ παρότρυναν τους εθνικιστές του Σιν Φέιν-ΙΡΑ να τους βοηθήσουν να ξεφορτωθούν τους Εβραίους από την χώρα. Ειδικά τη δεκαετία του ‘30 με την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού στην Γερμανία και την προσπάθεια των Γερμανών Εβραίων να εγκαταλείψουν τη χώρα, θα γίνουν δραματικές και αλλεπάλληλες εκκλήσεις της Ιρλανδικής Εβραϊκής κοινότητας και ιδιαίτερα από τον Αρχι-Ραβίνο της Ιρλανδίας Ισαάκ Χέρτζογκ (πατέρα του 6ου προέδρου του Ισραήλ Χαΐμ Χέρτζογκ) στην Ιρλανδική κυβέρνηση να παράσχει άσυλο κυρίως σε παιδιά αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η Ιρλανδία δεν έσωσε κανένα Εβραίο από το Ολοκαύτωμα, ούτε όταν αυτό ήταν σχετικά εύκολο και εφικτό, την δεκαετία του ‘30, αλλά ούτε αργότερα κατά την διάρκεια του πολέμου.

Κάτι ακόμη που δυσκόλευσε τα πράγματα επιπλέον ήταν το γεγονός ότι της διπλωματικής αποστολής της Ιρλανδίας στην Γερμανία από την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού ως το 1939, θα ηγείται ένας Ιρλανδός διπλωμάτης που αναμασούσε την Εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα των Ναζί. Επίσης, κατά την διάρκεια της ύπαρξης του Ναζισμού και του ιταλικού φασισμού, πράκτορες των δυο αυτών καθεστώτων/χωρών θα κινούνται ανενόχλητοι στο Δουβλίνο, κατέχοντας μερικοί από αυτούς υψηλά ιστάμενες θέσεις στην πόλη, και εις γνώσην των Ιρλανδικών μυστικών υπηρεσιών και της κυβέρνησης.

Ο αντισημιτισμός της συντριπτικής πλειοψηφίας της ιρλανδικής κοινωνίας θα λειτουργήσει ως φόβητρο για δράση από την ιρλανδική κυβέρνηση και κόμματα. Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι παρότι ανώτεροι πολιτικοί άντρες της Ιρλανδίας και αρκετοί ακαδημαϊκοί, κατά την πλειοψηφία τους δεν ήταν αντισημίτες, και διατηρούσαν καλές, και σε πολλές περιπτώσεις στενές προσωπικές και οικογενειακές σχέσεις με μέλη της κοινότητας, η κοινωνία κατά κόρον δεν έτρεφε τα ίδια αισθήματα για την πολύ μικρή Εβραϊκή κοινότητα της χώρας.

Αξιοσημείωτη – και μέχρι σήμερα ανεξήγητη – είναι η συμπεριφορά του πρωθυπουργού Έμον Ντεβελέρα και του προέδρου της χώρας Ντάγκλας Χάιντ, που λίγο μετά το θάνατο του Χίτλερ, έσπευσαν να αποδώσουν τα συλλυπητήρια τους στην Γερμανική πρεσβεία στο Δουβλίνο!

Μετά το πέρας του πολέμου η Εβραϊκή παρουσία στην Ιρλανδία άρχισε να μειώνεται αργά αλλά σταθερά, σήμερα η Εβραϊκή κοινότητα της Ιρλανδίας παραμένει μια από τις μικρότερες Εβραϊκές κοινότητες στην Ευρώπη.

Την ώρα που έγραφα αυτό το κείμενο για το βιβλίο του καθηγητή Ιστορίας του πανεπιστημίου του Κόρκ (UCC) Dermot Keogh, δημοσιεύτηκε η αναφορά για τα mother and baby homes. Η αναφορά αυτή έχει να κάνει με την μεταχείριση των ανύπαντρων γυναικών και των εξώγαμων παιδιών τους από το Ιρλανδικό θεοκρατικό κράτος και την Ιρλανδική κοινωνία. Ο αντισημιτισμός και ο ρατσισμός και η μεταχείριση των γυναικών και των παιδιών τους (πατριαρχία), στην Ιρλανδία ίσως να φαντάζουν ως φαινόμενα τα οποία δεν έχουν κοντινή σχέση.

Κατά την προσωπική μου άποψη, τα δύο αυτά φαινόμενα έχουν ένα κοινό παρονομαστή. Αυτός ο παρονομαστής είναι ο εθνικισμός, στην προκειμένη περίπτωση το εθνικό Καθολικό Ιρλανδικό κράτος, που ήταν το πρόταγμα και αίτημα όλων των πολιτικών εθνικιστικών οργανώσεων που πάλεψαν για την ανεξαρτησία της χώρας από την Βρετανική ηγεμονία.

Η αδυναμία να φανταστούν ένα κοσμικό κράτος που δεν θα ήταν χτισμένο στα θεμέλια της καθολικής πίστης και ιρλανδικής εθνικής ταυτότητας είχε ολέθριες συνθήκες και για τους Εβραίους πρόσφυγες του Ναζισμού, καθώς και για την πλειοψηφία των Ιρλανδών γυναικών.

Μια τελευταία σημείωση έχει να κάνει με την αναφορά για την μεταχείριση των γυναικών στα ίδια ίδρυματα (καθολικά και προτεσταντικά) στην Βόρεια Ιρλανδία. Παρότι έχουμε να κάνουμε με δυο διαφορετικά εθνικιστικά φαντασιακά, η πατριαρχία παραμένει ο κοινός παρονομαστής!

Επιπρόσθετη ανάγνωση:

Tom Garvin: The Evolution of Irish Nationalist Politics

Michael Goldfarb: Emancipation: How Liberating Europe’s Jews from the Ghetto Led to Revolution and Renaissance

Κώστας Αβραμίδης

Ο φόβος – αντισημιτισμός στην Πολωνία μετά το Άουσβιτς

Ο μπλόγκερ Glykosymoritis παρουσιάζει στο παρόν ιστολόγιο το πολυσυζητημένο βιβλίο του πολωνικής καταγωγής Αμερικανού ιστορικού Γιαν Γκρος Ο φόβος (2006).

Ο ΦΟΒΟΣ – Αντισημιτισμός στην Πολωνία μετά το Άουσβιτς, του Jan T. Gross

Από τα 3,5 εκατομμύρια Πολωνών Εβραίων (η Πολωνία είχε πριν τον πόλεμο τη δεύτερη μεγαλύτερη κοινότητα Εβραίων μετά τις ΗΠΑ) που κατοικούσαν στην χώρα πριν την έναρξη του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, το 90% εξοντώθηκε από τα χέρια των Γερμανών,  και όχι μόνο.

Οι Πολωνοί Καθολικοί, που ήταν φανατικοί αντισημίτες πριν την έναρξη του πολέμου, άδραξαν την ευκαιρία να σκοτώσουν και να λεηλατήσουν υπάρχοντα και περιουσίες των «συμπατριωτών» τους Εβραίων που έχοντας ξεφύγει από τα δολοφονικά χέρια των Γερμανών και των Πολωνών Καθολικών προσπάθησαν να βρουν καταφύγιο όπου μπορούσαν.

Όσοι κατάφεραν να ξεφύγουν τις εκτελέσεις και τα στρατόπεδα εξόντωσης και μπόρεσαν ως εκ θαύματος να βρουν άσυλο κάτω από τις στέγες Πολωνών Καθολικών – στις συντριπτικές περιπτώσεις με χρηματικό ή άλλο υλικό αντίτιμο – καθώς και να φυγαδεύσουν τους εαυτούς τους βαθιά στην Σοβιετική Ένωση, νόμιμα ή περνώντας τα σύνορα παράνομα (καταλήγοντας να κλειστούν σε γκουλάγκ στη Σιβηρία από τους Σοβιετικούς για παράνομη είσοδο στη χώρα με ποινές 5 ετών), γύρισαν πίσω στα σπίτια τους στην Πολωνία.

Μόνο κάποιες λιγοστές χιλιάδες κατάφεραν να γυρίσουν πίσω στα σπίτια τους. Ιδιαίτερα γι’ αυτούς που ζούσαν στην πολωνική επαρχία ήταν εντελώς αδύνατο να εγκατασταθούν και πάλι στις εστίες τους, καθώς η πιθανότητα να δολοφονηθούν από τους Καθολικούς γείτονες ήταν πολύ μεγάλη. Οι πρώην «συγχωριανοί» δεν διανοούνταν να αφήσουν τους Εβραίους να επιστρέψουν πίσω στις διαλυμένες κοινότητές τους.

Το βιβλίο αυτό εξετάζει το φαινόμενο του αντισημιτισμού στην Πολωνία μετά το πέρας της γερμανικής κατοχής και συγκεκριμένα το πογκρόμ στην πόλη του Kielce. Επίσης, αναλύει την κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Πολωνία πριν, κατά την διάρκεια της κατοχής από τους Γερμανούς Ναζί και Σοβιετικούς και μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς Ναζί, και την προσπάθεια επικράτησης του Σοβιετικού Σταλινιστικού καθεστώτους και άλλων πολύ σημαντικών γεγονότων που έλαβαν χώρα στην Πολωνία, από το 1939 έως το 1949. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας Πολωνίας με εθνική ομοιογένεια που σοκάρει, έχοντας υπόψη ότι πριν τον πόλεμο οι Εβραίοι, Γερμανοί και Ουκρανοί, αποτελούσαν τεράστιο κομμάτι του πληθυσμού της χώρας.

Επιπρόσθετη ανάγνωση:

  1. Hunt for the Jews – Betrayal and murder in German-occupied Poland (2013). Του Jan Grabowski.
  2. Bloodlands: Europe between Hitler and Stalin (2011). Του Timothy Snyder
  3. Black Earth: The Holocaust as History and Warning (2016). Του Timothy Snyder
  4. Σύντομη βιογραφία του Jan Gross.

Κώστας Αβραμίδης

Αθήνα: Αντισημιτικό γκράφιτι στο Μνημείο Πεσόντων Αεροπόρων

For an English translation please go to antisemitism.co.il.

Στο Μνημείο Πεσόντων Αεροπόρων (Πλατεία Καραϊσκάκη) έχει γραφτεί με σπρέι το αντισημιτικό σύνθημα “Έξω οι Εβραίοι σατανιστές” μαζί με χριστιανικά σύμβολα. Επείγει η παρέμβαση του συνεργείου καθαρισμού του Δήμου Αθηναίων.

Φωτογραφίες: Ρόζα Ρούσσου

Ενημέρωση, 16 Αυγούστου

Διαβάστε σχετικά:

Επιστολή του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου προς τον Δήμαρχο Αθηναίων κ. Κώστα Μπακογιάννη (13 Αυγούστου 2020) στην οποία αναφέρεται μεταξύ άλλων: “Παρακαλούμε όπως μεριμνήσετε για την άμεση απάλειψη του επαίσχυντου αυτού αντισημιτικού και αντικοινωνικού συνθήματος, το οποίο προσβάλλει τον πολιτισμό της πόλης της Αθήνας.”

15/08/2020: Μηνυτήρια αναφορά για αντισημιτικό βανδαλισμό Μνημείου Πεσόντων Αεροπόρων στην Αθήνα από χριστιανούς φονταμενταλιστές στην οποία αναφέρεται μεταξύ άλλων: “Παρακαλούμε να ερευνηθεί το οπτικό υλικό από τις κάμερες που καλύπτουν την πλατεία για την εύρεση των δραστών του προδήλως ρατσιστικού αδικήματος.”

Ενημέρωση, 19 Αυγούστου

Το μνημείο έχει καθαριστεί στο μεταξύ από το αντισημιτικό σύνθημα. Η φωτογραφία της Ρόζας Ρούσσου είναι σημερινή.

Ξεκίνησε η δίκη για την αντισημιτική επίθεση στη Χάλε της Γερμανίας

του Δημήτρη Κράββαρη

Στις 21 Ιουλίου ξεκίνησε στο Μάγκντεμπουργκ η δίκη του ακροδεξιού δράστη της αντισημιτικής επίθεσης στη συναγωγή της πόλης Χάλε της Γερμανίας. Θυμίζουμε ότι τη στιγμή της ένοπλης επίθεσης (9 Οκτωβρίου 2019) ομάδα πιστών γιόρταζε εντός της συναγωγής το Γιομ Κιπούρ, την Ημέρα του Εξιλασμού, την πιο μεγάλη εορτή του ιουδαϊσμού. Η στιβαρή δρύινη πόρτα της εισόδου στάθηκε εμπόδιο στις επίμονες προσπάθειες του δράστη να εισέλθει στη συναγωγή και να προκαλέσει λουτρό αίματος. Όταν απέτυχε να παραβιάσει την είσοδο πυροβόλησε και σκότωσε μια διερχόμενη γυναίκα, την Γιάνα Λ., που μόλις τον είχε επιπλήξει για την πράξη του, καθώς και τον Κέβιν Σ., πελάτη ενός παρακείμενου γυράδικου. Σίγουρα θα είχαμε θρηνήσει κι άλλα θύματα αν το αυτοσχέδιο όπλο του δεν είχε υποστεί βλάβη.

Παρατηρητές των πρώτων ημερών της δίκης επισημαίνουν ότι ο δράστης όχι μόνο δεν έδειξε να μετανοεί για την πράξη του, αλλά επιχείρησε να κάνει χρήση του χρόνου ομιλίας που του δόθηκε για να διακηρύξει δημόσια το αντισημιτικό και ξενοφοβικό του μίσος. Η συγγραφέας Έστερ Ντίσεραϊτ τόνισε ότι έχουμε να κάνουμε μ’ένα άτομο που εξακολουθεί να θεωρεί τον εαυτό του «μαχητή», έτοιμο να αφανίσει και πάλι ό,τι θεωρεί ανάξιο επιβίωσης. Οι δικαστές καλούνται, επομένως, με τη στάση τους να αποτρέψουν τον κατηγορούμενο από να μετατρέψει την αίθουσα του δικαστηρίου σε προπαγανδιστικό βήμα. Ο δραστήριος Φέλιξ Κλάιν, εντεταλμένος της γερμανικής κυβέρνησης για την καταπολέμηση του αντισημιτισμού, ευελπιστεί ότι αυτή η δίκη θα σταθεί η αφορμή για να ξεκινήσει μια ευρύτερη συζήτηση αφενός για τον υφέρποντα αντισημιτισμό της γερμανικής κοινωνίας που ευνοεί τέτοια φαινόμενα και αφετέρου για τον τρόπο με τον οποίο συγκεκριμένα άτομα ριζοσπαστικοποιούνται στο διαδίκτυο χωρίς αυτό να γίνεται αντιληπτό – ας μη ξεχνάμε ότι ο δράστης μετέδωσε απευθείας στην πλατφόρμα Twitch μέρος της ένοπλης επίθεσής του, σα να επρόκειτο για κάποιο βιντεοπαιχνίδι.

Είναι επίσης επείγον να ακούσουμε τι έχουν να μας πουν αυτές και αυτοί που βρίσκονταν μέσα στη συναγωγή την ώρα της επίθεσης. Η Σαμπρίνα, για παράδειγμα, απορρίπτει στο βίντεο που ακολουθεί τον τρόπο που αρκετά Μέσα Ενημέρωσης παρουσίασαν τους Εβραίους επισκέπτες της συναγωγής – σαν να επρόκειτο για θύματα που περίμεναν παθητικά το τέλος τους. Κάθε άλλο, περιμένοντας βοήθεια η ομάδα είχε σκεφτεί τρόπους αυτοάμυνας και διαφυγής. Η Σαμπρίνα τονίζει επίσης τη μισογυνική και ρατσιστική διάσταση της επίθεσης χωρίς να αναιρεί τον αντισημιτικό πυρήνα της.

Ένα βίντεο της leftvision (21 Ιουλίου 2020)

Η ραβίνος Ρεμπέκα Μπλέιντι βρισκόταν επίσης στη συναγωγή της Χάλε εκείνη τη μέρα και είναι, όπως και η Σαμπρίνα, συνενάγουσα στη δίκη. Οι γονείς των γονέων της είναι όλοι επιζώντες του Ολοκαυτώματος που ζούσαν στην Πολωνία και την πρώην Τσεχοσλοβακία πριν έρθουν οι ναζί, διηγείται σε μια πρόσφατη συνέντευξη. Έχοντας μετακομίσει πρόσφατα από την Αμερική στο Βερολίνο, η ραβίνος ήρθε στη Γερμανία πολύ γρήγορα αντιμέτωπη με τον αντισημιτισμό της εξόντωσης και συνειδητοποίησε ότι φέρει κι αυτή μέσα της το τραύμα της οικογένειάς της παρόλο που αυτό που της συνέβη στη Χάλε είναι ένα ύστερο γεγονός. Για την Ρεμπέκα Μπλέιντι είναι σημαντικό να ακουστεί στο δικαστήριο η εβραϊκή φωνή για τα όσα συνέβησαν, η ίδια θέλει να συμβάλλει ενεργά στην απόδοση δικαιοσύνης όχι μόνο για αυτό που συνέβη στη Χάλε αλλά και στο όνομα των μελών της οικογενείας της που δεν είχαν ποτέ τη δυνατότητα να καταθέσουν στοιχεία ως μάρτυρες κατηγορίας για τα εγκλήματα του ναζισμού.

Αξιόπιστες πληροφορίες για την εξέλιξη της δίκης για την αντισημιτική επίθεση στη Χάλε θα βρείτε στις ιστοσελίδες halle-prozess-report.de (στα γερμανικά, αγγλικά και ρωσικά) και democ.de (στα γερμανικά).

Ψυχαναλυτική και πολιτισμική ανάλυση του εθνικοσοσιαλισμού και του αντισημιτισμού

του Θάνου Λίποβατς

[πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Σύναξη, τεύχος 125: Χριστιανοί και Ναζισμός. 2013. Το άρθρο αναδημοσιεύεται στο παρόν ιστολόγιο με την άδεια του συγγραφέα.]

Ι. Πολιτισμική ανάλυση του ρατσισμού.  

Μετά την Αναγέννηση και την Μεταρρύθμιση (από το 1500 και έπειτα) εξαφανίστηκαν σταδιακά μέχρι το 1789 οι «διαφορές»,[i] δηλ. καταργήθηκαν οι κάστες και τα προνόμια  των ευγενών, των κληρικών και των συντεχνιών. Αυτός ο δημοκρατικός και ατομικιστικός χαρακτήρας  των μεταρρυθμίσεων εκφράστηκε ως ατομική ελευθερία και ισότητα εμπρός στο Νόμο. Αλλά μία συνέπεια αυτής της επαναστατικής μεταβολής υπήρξε ο καπιταλισμός και η βιομηχανική οικονομία, με τις συνέπειες του ξεριζώματος των ανθρώπων από τις παραδοσιακές κοινότητες, που έδιναν μία σιγουριά στα άτομα (με το τίμημα των πελατειακών σχέσεων και της έλλειψης ατομικότητας). 

Το «βάρος της ελευθερίας»[ii] προκάλεσε ψυχικές και πολιτισμικές αντιδράσεις. Η ισοπέδωση, ως μια πρωτόγονη μορφή δημοκρατικής ισότητας οδήγησε πολλούς στο λαϊκισμό, στην ψυχολογία της μάζας. Η κρίση του νεωτερικού πολιτισμού, δημιουργεί μία γενική δυσφορία,[iii] εφόσον είναι ένα διαρκές γνώρισμα του, ενώ παλαιά και νέα στοιχεία συνυπάρχουν (όπου «παλαιό και νέο» δεν ταυτίζονται με τη διαφορά «καλό και κακό»). Ετσι διαιωνίζεται μία κατάσταση ανομίας και συνεχούς απογοήτευσης, η οποία οδηγεί ορισμένους σε ριζικές, «αποκαλυπτικές» και βίαιες λύσεις, ενώ άλλους τους ωθεί στην αναζήτηση παλαιών, σταθερών μοντέλλων.

Οι ιεραρχικές (και «οντολογικές») διαφορές[iv] αποτελούσαν πάντα στις παραδοσιακές κοινωνίες  μία μορφή της Διαφοράς: η τάση κατάργησης τους στην νεωτερική κοινωνία  είναι πάντα ατελής και μερική. Όμως η αυταπάτη πολλών στην νεωτερική εποχή έγκειται στο ότι μπορεί να καταργηθεί και κάθε συμβολική Αυθεντία, που βασίζεται στο Νόμο. Αυτό που όμως καταργήθηκε πράγματι είναι η παραδοσιακού τύπου κυριαρχική σχέση κυρίου και υπηρέτη.

Αλλά είναι αδύνατον σε μία διαφοροποιημένη κοινωνία  να καταργηθεί η χαρισματική εξουσία ορισμένων ατόμων, ή η γραφειοκρατική εξουσία  των προϊσταμένων, όταν αυτοί οι δυο τύποι νομιμοποιούνται από ιδιαίτερα προσόντα και γνώσεις, γενικώς παραδεκτά. Δημοκρατικά νομιμοποιημένη είναι μόνον η κατάργηση της αυθαίρετης και απεριόριστης εξουσίας, ιδιαίτερα όταν προέρχεται από την καταγωγή ή την περιουσία.

Μία Δημοκρατία μπορεί και πρέπει να αναγνωρίζει τις νομιμοποιημένες διαφορές, αλλά ψυχολογικά (ασυνείδητα) το πρόβλημα δεν σταματά εδώ. Σε ορισμένους η Δημοκρατία εμφανίζεται γενικά ως μία απειλή της επιστροφής στο σχετικισμό και στην ομογενοποίηση, η οποία παράγει άγχος. Οι ισοπεδωτικές τάσεις υπάρχουν σε μία δημοκρατική κοινωνία  ανεξάρτητα από τις φαντασιώσεις των ρατσιστών, και αποτελούν ένα πραγματικό πρόβλημα. Ο ρατσισμός (παράλληλα με τον εθνικισμό και τον ιμπεριαλισμό), ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αιώνα, αποτελεί μία ιδεολογία και μία πολιτική θρησκεία. Οσα αναφέρονται εδώ για τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό ισχύουν και για κάθε φασιστικό και εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα του 20ού και του 21ου αιώνα.

Για τον ρατσιστή κάθε Δημοκρατία είναι ισοπεδωτική, για έναν διαφοροποιημένο πολίτη  όμως υπάρχουν πολλές ποιότητες Δημοκρατίας. Οι ισοπεδωτικές τάσεις προέρχονται από τη μια από την κυριαρχία του εμπορεύματος και του χρήματος, και από την άλλη από ορισμένες, γνωστικές, αντινομιστικές ιδεολογίες. Η κυριαρχία του οικονομικού σημαίνει ότι όλες οι ποιοτικές και συμβολικές διαφορές ισοπεδώνονται,[v] και ισχύει μόνον η διαφορά ποσότητας του χρήματος, και της ποζιτιβιστικής επιστήμης.    

Αλλά ενώ οι κοινωνικές  ανισότητες  στον καπιταλισμό προέρχονται από την κυριαρχία του χρήματος, αυτό δεν αντιφάσκει με την πολιτιστική  ισοπέδωση των αξιών και των ταυτοτήτων, ιδιαίτερα στην ύστερη νεωτερικότητα. «Όλα είναι δυνατά» χάρην στο χρήμα και όλοι είναι υπόδουλοι στην κατανάλωση και στο κακό γούστο. Από την άλλη, οι αντι-νομιστικές αντιλήψεις ορισμένων αριστερίστικων, ισοπεδωτικών τάσεων, ταυτίζουν φαντασιακά το Νόμο με την εξουσία και με το χρήμα, και  ισοπεδώνουν τις διαφοροποιήσεις, που προϋποθέτει κάθε κοινωνία.

Η πολιτισμική ερμηνεία του ρατσισμού τονίζει εδώ το άγχος  των ρατσιστών απέναντι στην κατάργηση των παραδοσιακών διαφορών, και την προσπάθεια εισαγωγής νεωτερικών, διαφορών, σοσιαλδαρβινιστικής έμπνευσης. Η αμοραλιστική, μηδενιστική, «πρωτοποριακή», αναρχική απόρριψη κάθε είδους αξιών, ευνοεί ωστόσο τον ισοπεδωτισμό με προκλητικό τρόπο. Αποτελεί συμμετρικά την αντίστροφη μορφή μηδενισμού  στο  μηδενισμό των ρατσιστών, εφόσον και οι δύο απορρίπτουν το Νόμο και τις ηθικές αξίες. Και οι δύο αναφέρονται στο «δικαίωμα στη διαφορά» και έχουν ισοπεδωτικές  συνέπειες, αλλά με άλλο τρόπο. Ο κοινός εχθρός τους είναι η Δημοκρατία.    

Ολοι οι προαναφερθέντες λόγοι αναπαράγουν τη δυνατότητα ενός δημαγωγικού, ρατσιστικού Λόγου, ο οποίος απευθύνεται πάντα στους «περιφρονημένους» της κοινωνίας, πέραν των ταξικών διαφορών, ανταγωνιζόμενος  τη δημοκρατική και την σοσιαλιστική κριτική, και συγχρόνως διαστρέφοντας τις. Ο ρατσιστής είναι (οργανιστής) «αντικαπιταλιστής», (αυταρχικός) «αντικρατιστής», (λαϊκιστής) «οικολόγος», κλπ. Αντί της  εμπορευματικής  ισοπέδωσης προτείνει με την τρομοκρατία και τον αποκλεισμό  των ξένων, την ομογενοποίηση και την ισοπέδωση των μελών της καθαρής φυλής στα πλαίσια μίας ιεραρχικής, αυταρχικής οργάνωσης, τα οποία υποτάσσονται τυφλά στον Οδηγό.

ΙΙ. Ψυχαναλυτική ερμηνεία του ρατσισμού.

Το ερώτημα που θέτει ο ρατσισμός, ως θεμελιακό στοιχείο του εθνικοσοσιαλισμού είναι: γιατί μέσα από όλες τις δυνατές αντιδράσεις  στην κρίση, η ρατσιστική αντίδραση είναι τον 20 και 21 αιώνα ελκυστική;[vi]  Εδώ δεν ενδιαφέρουν οι πολιτισμικές αιτίες, αλλά οι λόγοι για την επιτυχία του ρατσισμού.

Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν άτομα τα οποία ασυνείδητα κυριαρχούνται ιδιαίτερα από ορισμένες φαντασιώσεις, που όλοι έχουν. Ωστόσο εδώ τα κάνουν επιρρεπή σε ορισμένες αντιδράσεις απέναντι στην πραγματικότητα. Στο βαθμό που η κοινωνία μέσα στην οποία ζουν ευνοεί με διάφορους τρόπους ενεργά ή αδιάφορα αυτές τις αντιδράσεις, τότε αυτά τα άτομα θα παίξουν φανερά ένα δημόσιο ρόλο, αντί να είναι περιορισμένα στον ιδιωτικό χώρο. Aνάμεσα στην κοινωνία  και στα άτομα υπάρχει μία   σχέση εκλεκτικής συγγένειας και «επιλογής». Ο ρατσισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός, είναι ελκυστικοί γιατί ικανοποιούν ορισμένες επιθυμίες και αμύνεται ενάντια σε ορισμένους φόβους.

Σημαντική είναι αρχικά η βασική φαντασίωση της  λεγόμενης «πρωταρχικής σκηνής»,[vii] στην οποίαν το παιδί σε ηλικία  1-3 ετών παρατηρεί την συνουσία των γονέων (αλλά και οποιωνδήποτε άλλων ανθρώπων ή ζώων)  την οποία «δεν καταλαβαίνει», αλλά εκ των υστέρων της δίνει «νόημα», συνδέοντας την φαντασιακά με μία πράξη βίας, φρίκης καθώς και του αποκλεισμού του από την συμμετοχή του στα δρώμενα. Τότε μπορεί να φαντασιώσει τον εαυτό του ως ένα «εγκαταλειμμένο απόρριμμα» των δρώντων.

Πολλά  παιδιά (μέχρι και ενήλικες) οδηγούνται σε άγχος, γιατί συγχρόνως  εμφανίζεται και η δυνατότητα της αποτυχίας της εγκαθίδρυσης της Διαφοράς των φύλων στον ψυχισμό, χρειάζεται το Συμβολικό, η συμβολική Διαφορά, προκειμένου να διεργασθεί το υποκείμενο ψυχικά τη Διαφορά των φύλων.

Ο πατέρας είναι ο φορέας του Νόμου και της Διαφοράς των φύλων,  δηλ. της απαγόρευσης της προσκόλλησης του παιδιού στη μητέρα (ανεξαρτήτως του φύλου του παιδιού). Το παιδί, ιδιαίτερα το αγόρι, φαντασιώνει, σε περίπτωση αποτυχίας του πατέρα, τη μητέρα «να έχει» κατ’ εξαίρεση, ανδρικά στοιχεία : εδώ είναι η ρίζα του φετιχισμού και της διαστροφής, καθώς και του μισογυνισμού, γιατί μία «γυναίκα» δεν είναι η «μητέρα», (γυρεύει όμως υποκατάστατα της φαντασιακής, «παντοδύναμης» μητέρας).

Ο Φρόϋντ χρησιμοποιεί σ’ αυτή την περίπτωση την έκφραση «προκατάληψη».[viii] Για τον φετιχιστή υπάρχει μόνον ένα φύλο: το ανδρικό, γιατί δεν λείπει δήθεν «τίποτα» στον άνδρα, και η μόνη «διαφορά» είναι ποσοτική: να είναι λιγότερο ή περισσότερο άνδρας. Πρόκειται για μία φαντασίωση των παιδιών αμφοτέρων των φύλων. Φαντασιακά όμως ο φετιχιστής κινητοποιεί την φαντασίωση του ευνουχισμού:  αν θεωρεί  ότι λείπει σε κάποιον ή σε κάποιαν κάτι, είναι γιατί φαντάζεται ότι έχει ευνουχιστεί βίαια.         

Από εδώ προέρχονται οι μύθοι της θεϊκής και καθαρής καταγωγής, όπως αυτής της άριας φυλής, κτλ., ενώ η σεξουαλικότητα αποκτά εδώ τον χαρακτήρα  του βρόμικου, της αμαρτίας, του βιασμού. Ο ρατσιστής είναι φετιχιστής, φανατίζεται εύκολα γιατί κάθε διαφορετικό άτομο, του υπενθυμίζει αυτό που είναι γι αυτόν ανησυχητικό, την ύπαρξη της Διαφοράς των φύλων,  η οποία γίνεται από αυτόν αντικείμενο απάρνησης.  

Τα υποκείμενα «πιστεύουν» στις προκαταλήψεις τους προκειμένου ν’ απαρνηθούν γενικά την συμβολική Διαφορά μέσα στον πολιτισμό: ο άλλος δεν είναι άνθρωπος όπως «εγώ», αλλά ανήκει σε μία άλλη, κατώτερη ή  δαιμονική ράτσα, που πρέπει να κυριαρχηθεί ή και να εξοντωθεί. Ο ρατσιστής απαρνείται [ix] με πάθος την αναγκαιότητα της δικής του έλλειψης, του δικού του συμβολικού ευνουχισμού: νοσταλγεί  μία ουτοπική ευτυχία μέσω της φαντασιακής επιστροφής στην κοιλιά της μητέρας, όπου η Διαφορά (ο Νόμος, ο πατέρας)  δεν υπάρχει. Αυτή η φαντασίωση ισοδυναμεί με την νοσταλγία του θανάτου. Η ορμή του θανάτου κυριαρχεί εδώ είτε ως ουτοπική νοσταλγία της κατάργησης κάθε διαφοράς, είτε ως βίαιη απάρνηση της Διαφοράς ανάμεσα σε Νόμο και εξουσία, γι αυτόν υπάρχει μόνον μία, αυθαίρετη, δικτατορική, εξουσία.

Αλλά ο ρατσιστής ταυτίζεται με τον άλλον και προβάλλει επάνω του τη δική του επιθυμία.  Τον κατηγορεί ότι τον «αποκλείει»  και τον «απειλεί», αυτό  γίνεται η αφορμή για τον ρατσιστή ν’ αποκλείσει  και ν’ απειλήσει τον άλλον. Ο άλλος είναι ο αντίζηλος απέναντι στη  μητέρα (στην   πατρίδα, στη φυλή, κτλ), και γι αυτό ο ρατσιστής θέλει συνειδητά να «τιμωρήσει» τον άλλον. Συγχρόνως αισθάνεται ως «απόρριμμα» της κοινωνίας, και γι αυτό φθονεί τον άλλον και θεωρεί ότι τον «εκτοπίζει» από την εύνοια της μητέρας και του πατέρα.   

Ο άλλος εμφανίζεται εδώ ως «ανησυχητικά παράξενος», ανοίκειος,[x] προκαλεί άγχος, γιατί ο ρατσιστής αισθάνεται ένοχος, επειδή συνδέει τον «άλλον» με την απαγορευμένη επιθυμία της μητέρας. Προβάλλει τις ζωώδεις και σαδιστικές επιθυμίες του στον  άλλο, ο οποίος συγχρόνως τον σαγηνεύει (σεξουαλικά βασανιστήρια στις φυλακές). Είναι εγκλωβισμένος σε αρχαϊκές  ψυχικές καταστάσεις, που εγκυμονούν βία.

Ο ρατσιστής έχει πανικό φόβο απέναντι στην ανακάλυψη της Διαφοράς, αλλά ασυνείδητα δεν παύει να την γυρεύει. Είναι ένα διχασμένο υποκείμενο: από τη μια απορρίπτει κάθε διαφορά  (συμβολικής φύσης), ομογενοποιώντας την ομάδα του, με την οποίαν ταυτίζεται. Από την άλλη διαμαρτύρεται για την ισοπέδωση της κοινωνίας,  θέλει να εισάγει απόλυτες (φαντασιακές) «φυσικές», ιεραρχικές, σταθερές διαφορές, να πάει πίσω από τον καπιταλισμό και πίσω από τη δημοκρατία. 

ΙΙΙ. Ψυχαναλυτική ερμηνεία του αντισημιτισμού.

Ο Φρόϋντ διαπιστώνει στο τέλος του βιβλίου του «Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία»,[xi] ότι ο χριστιανισμός στην θεολογία του Παύλου  βασίζεται επάνω στην έννοια του προπατορικού αμαρτήματος και στην θυσία του Ιησού. Η υπακοή του Ιησού στο θέλημα του Θεού και  η ανάσταση του οδήγησαν στην συμφιλίωση  ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό, υπερβαίνοντας έτσι την οιδιπόδεια σύγκρουση, κάτι που κανένας άνθρωπος, ως πεπερασμένο ον, δεν μπορεί ν’ αποφύγει.

Τι σημαίνει αυτό για τον ψυχισμό  των ανθρώπων που έγιναν χριστιανοί ή παρέμειναν Εβραίοι, και τη σχέση ανάμεσα τους; Ο Παύλος τονίζει στην «Προς Ρωμαίους Επιστολή»[xii] ότι η χριστιανική Αγάπη είναι επέκεινα του Νόμου,  αλλά ότι ο  Νόμος δεν καταργείται είναι άγιος. Από εδώ ξεκινάει όλη η διαλεκτική του Νόμου και της χριστιανικής Αγάπης, που παραμένει  πάντα το θεμέλιο της  ανθρώπινης ύπαρξης και του πολιτισμού.

Αλλά τα πεπερασμένα υποκείμενα δεν έχουν από μόνα τους την δύναμη να αποδεχθούν αυτή τη διαλεκτική, τρέπονται εις φυγήν εμπρός σ’ αυτήν, συνεχίζουν ν’ αμαρτάνουν. Η λύτρωση  δεν είναι μία μαγική πράξη επέκεινα της χρονικότητας: η ιστορία της σωτηρίας άρχισε  με τον πραγματικό θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, θα ολοκληρωθεί μόνον στο τέλος της ιστορίας. Ετσι η ιστορία αυτή είναι μία διαδικασία που συνεπάγεται και προόδους και παλινδρομήσεις για τους ανθρώπους, οι οποίοι μόνον με την χάρη του Θεού εν Χριστώ μπορούν να κάνουν ένα βήμα μπροστά. Οι χριστιανοί ως ζωντανές υπάρξεις, δεν έπαψαν και δεν θα πάψουν να σαγηνεύονται από τους πειρασμούς του παγανισμού, του γνωστικισμού και της θεοκρατίας.

Οι Εβραίοι παρέμειναν πιστοί στον Έναν Θεό και στον ηθικό Νόμο. Πολλοί χριστιανοί δεν θέλουν αυτό να το αναγνωρίσουν, γιατί  επανέρχονται  σ’ αυτούς   οι απωθημένες  φαντασιώσεις της κατάργησης της έλλειψης και της διαφοράς. Υπάρχουν και στον παγανισμό και στην Γνώση[xiii] και στον θεοκρατικό φονταμενταλισμό, αλλά με μία ατελή, ασυνεπή και μυθοποιημένη μορφή, η οποία εχθρεύεται και θα εχθρεύεται πάντα  τους Μονοθεϊσμούς. Υπό την επήρεια αυτών των πολιτισμικά ξεπερασμένων φαντασιώσεων βίας και «πλήρους» απόλαυσης, πολλοί «χριστιανοί» προβάλλουν  επάνω στους Εβραίους τις απωθημένες επιθυμίες τους, τα άγχη και τις ενοχές τους.  Οι Εβραίοι παραμένουν πάντα ο εκλεκτός λαός του Θεού, αυτό προκαλεί στους «χριστιανούς» τον φθόνο, που αποτέλεσε και αποτελεί μία πηγή του αντιϊουδαισμού και του αντισημιτισμού.

Ωστόσο η κύρια αιτία της διαιώνισης του αντισημιτισμού  στην νεωτερική εποχή, είναι η κυριαρχία μίας οιωνεί γνωστικής στάσης απέναντι στα πράγματα, μέσω των εκκοσμικευμένων πολιτικών θρησκειών που αποτελούν οι νεωτερικές ιδεολογίες.  Η ιδεολογία της  αυτονομίας δίχως τον Θεό, τονίζει μεν αρχικά τη σημασία του Νόμου. Όμως συγχρόνως τον υπονομεύει μέσω της άκρατης ατομικιστικής στάσης των αυτόνομων υποκειμένων, καθώς και την κυριαρχίας της ποζιτιβιστικής επιστήμης και της τεχνολογίας, για την οποίαν «τα πάντα είναι δυνατά». Στην ύστερη νεωτερικότητα η ελευθερία του υποκειμένου  υπάρχει ενάντια στον ηθικό Νόμο, ως  απόλυτη, αμοραλιστική,  ηδονιστική στάση.

Οι αρχαίοι γνωστικοί απέρριπταν τον Θεό Πατέρα του Νόμου, αντιτάσσοντας  μονομερώς σ’ αυτόν τον Θεό Υιό της αγάπης. Σήμερα η νεογνωστική ανταρσία ενάντια στον τριαδικό  Θεό οδηγεί στις  ιδεολογίες της ισοπέδωσης της διαφοράς των φύλων και των γενεών, καθώς και της απόρρριψης της λειτουργίας του πατέρα και του Νόμου. Ο αντισημιτισμός αλλά και ο αντιισλαμισμός κρύβουν τελικά έναν αντιχριστιανισμό. Η νέα εβραιοφοβία εμφανίζεται επειδή ο ιουδαϊσμός αποτελεί ένα σκάνδαλο, γιατί υπενθυμίζει ότι «υπάρχει ο Νόμος».  

 ΙV. Μερικά ιστορικά στοιχεία για τον εθνικοσοσιαλισμό.

Η νεωτερική Δημοκρατία χαρακτηρίζονταν από την  αρχή από μία βασική αντίφαση: αυτήν  ανάμεσα  σ’έναν κοσμικό, ορθολογιστικό ατομικισμό και σε μία  πολιτική θρησκεία που βασίζονταν επάνω στην επαναστατική πίστη, στον βίαιο πολιτικό μεσσιανισμό και στην εκκοσμικευμένη εσχατολογία.  (Διαφορά ανάμεσα στην προσαρμογή και στην αποκαλυψιακή στάση). [xiv]

Όμως μετά το 1880 σχηματίζονται οιωνεί πολιτικά κινήματα και σέκτες, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη μία νέα μορφή αφοσίωσης στους οδηγούς, και τα οποία απαιτούν από τα μέλη την ολοκληρωτική ενσωμάτωση σε μια ολιστική κοσμική ενότητα,  που συνεπάγεται την εξιδανίκευση της βίας και τη δημιουργία μίας «νέας ανθρωπότητας». Εδώ κινητοποιούνται οι μύθοι και οι φαντασιώσεις του ρομαντισμού, σε βάρος του ορθού Λόγου και της καθολικότητας του ανθρώπου (καλλιτεχνικές πρωτοπορείες, σέκτες, με πολιτικά αμφίρροπες τάσεις). (Πρόδρομοι υπήρξαν εδώ ο γαλλικός αντισημιτισμός (υπόθεση Dreyfus),  καθώς και ο ρωσσικός αντισημιτισμός (Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, Pogrom)). [xv]

Σ’ αυτά τα πλαίσια αναδύθηκε ένα «πλούσιο ρεπερτόριο» συμβόλων που αναπαρήγαγαν πολιτικούς μύθους. Τέτοιες ήταν ιδεολογικές «έννοιες»  όπως:  ο «λαός» και η «ράτσα», η «κοινότητα» (communauté),  το «έθνος», ο «οργανισμός» και η «απόφαση» (για την απόφαση). Ολες αυτές οι έννοιες, που και σήμερα ακόμα, ή πάλι, «συγκινούν» πολλούς, είναι οιωνεί μυθολογικές, ολιστικές και αντιορθολογικές έννοιες, που έχουν ως εχθρό εν γένει  τον νεωτερικό ατομικισμό, την ασφαλή αστική ζωή,  την «μηχανική» «κοινωνία» (société), την αγορά, το δημοκρατικό, αντιπροσωπευτικό,  πολιτικό σύστημα, κτλ.. [xvi]

Η αποκαλυψιακή αναμονή (εξπρεσσιονισμός) μίας καθαρτήριας καταστροφής εκπληρώθηκε  με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον οποίο ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας και της διανόησης  υποδέχθηκε   ως ένα αποκαλυπτικό, λυτρωτικό Συμβάν. Μέσω της πολιτικής προπαγάνδας επανεμφανίσθηκε η εικόνα του άλλου, ως  μία εικόνα του δαιμονοποιημένου εχθρού, ως η προσωποποίηση  του Κακού. [xvii]  

Τα κινήματα που κυριάρχησαν στην Ευρώπη στον μεσοπόλεμο, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά δίχως τη δύναμη της χαρισματικής προσωπικότητας του Οδηγού (Führer).  Για τον Α. Χίτλερ, που θεωρούσε  τον εαυτό του, ως τον «άνθρωπο του γερμανικού πεπρωμένου», φορέας του ιστορικού γίγνεσθαι είναι  αποκλειστικά  οι λαοί και οι ράτσες/φυλές, ως μία εκδήλωση μιας σοσιαλδαρβινιστικής «ορμής» για αυτοσυντήρηση και κυριαρχία. [xviii]

Αυτό που χαρακτήριζε αρχικά την δύναμη του εθνικοσοσιαλισμού  ήταν η γοητεία της (κυκλοθυμικής, θεατρικής) προσωπικότητας του Χίτλερ (όπως και αυτής του Μουσσολίνι). Ο εθνικοσοσιαλισμός  επέβαλε ένα ιδεώδες του «ζειν επικινδύνως» ως ενός έργου τέχνης (ηρωικού και άκαρδου), ως μίας  υπέρβασης της αλλοτρίωσης μέσα στην νεωτερική καθημερινότητα, μέσω του εκστατικού συναισθήματος της συμμετοχής  σε μια μεγάλη κοινότητα. και την υποταγή σε «Οδηγούς» (οι οποίοι  δεν ήταν πλέον  μία πατρική μορφή του φορέα του ηθικού Νόμου). Ο εθνικοσοσιαλισμός συνεπάγεται την απάρνηση του ηθικού Νόμου, του Συμβολικού, προς όφελος της κυριαρχίας του Φαντασιακού.  [xix]

Ο Χίτλερ άσκησε μεγάλη γοητεία σε περίοδο γενικής κρίσης της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όχι μόνον στα μικροαστικά και υπαλληλικά στρώματα, αλλά και στο προλεταριάτο, στην διανόηση, στους καλλιτέχνες, στις γυναίκες και ιδίως στη νεολαία. Εμπρός στον φόβο της κοινωνικής καθόδου υπέθαλψε το φθόνο και το μίσος  απέναντι στους Εβραίους, τους οποίους κατέστησε ένοχους της κρίσης. Από την άλλη υποστήριξε συστηματικά την κοινωνική άνοδο των νέων εις βάρος των  Εβραίων, και  τους μετέδωσε ένα ναρκισσιστικό συναίσθημα παντοδυναμίας.

Τα συναισθήματα που προκαλούσε ήταν ωστόσο αμφίρροπα και ανάμεικτα: θαυμασμός και απέχθεια, σαγήνη και βιαιότητα  (Τh. Mann, Β. Brecht). [xx] Ο Χίτλερ θεωρούσε τον εαυτό του ως τον «μεγάλο αδελφό» και Οδηγό της συμμορίας των νέων, που υπερασπίζεται την καθαρότητα των παιδιών της άρειας φαντασιακής μητέρας Γερμανίας. 

Ο εθνικοσοσιαλισμός μετέδωσε στη νεολαία ένα πάθος, που εκφράστηκε μέσα από σύμβολα, τελετουργικά, εορτές, αθλητισμό, παρελάσεις (βιταλισμός, νέο-παγανισμός, νέο-γνωστικισμός), στο όνομα μιας ηρωικής στάσης και ετοιμότητας για αυτοθυσία, απορρίπτοντας την αστική «ασφαλή ζωή». Σαγήνευσε δε τεχνικούς επιστήμονες και καλλιτέχνες μέσω του μηδενιστικού, θανατηφόρου στοιχείου που τον χαρακτηρίζει, καθώς και μέσα από τον διαστροφικό ερωτισμό που τον διέπει: την θέληση για εξουσία, το μείγμα από σκοτεινές αμφίρροπες, βίαιες φαντασιώσεις και Κitsch, την αυτοκαταστροφική, παλινδρομική μείξη των αντιθέτων.[xxi]      

 H συστηματική εξόντωση των Εβραίων και η Shoah μπήκαν στο κέντρο του προγράμματος του ΑΧ, μετά  την έναρξη της εισβολής στη ΕΣΣΔ το 1941. Η ιδιαιτερότητα του εθνικοσοσιαλισμού έγκειται στο ότι εδώ ο αντισημιτισμός και ο ρατσισμός αυτονομήθηκαν και απέκτησαν τον χαρακτήρα ενός εκκοσμικευμένου πολιτικού μεσσιανισμού γνωστικής[xxii] έμπνευσης. Αυτό σε αντίθεση με τους ευρωπαϊκούς φασισμούς, οι οποίοι αποτέλεσαν μία υπερεθνικιστική και ρατσιστική λατρεία του κράτους.

Ο σύγχρονος ρατσισμός ωστόσο είναι ένας διαφορικός ρατσισμός: τονίζει τη σημασία των πολιτισμικών και θρησκευτικών διαφορών, ενάντια στους ξένους μετανάστες, τους τσιγγάνους, τους ομοφυλόφιλους, κτλ.  Δεν υπάρχει πλέον μία αναγνωρισμένη βιολογική επιστήμη σήμερα, που να αποδέχεται βιολογικές διαφορές ανάμεσα στις διάφορες φυλές των ανθρώπων. 

Ο σύγχρονος εθνικοσοσιαλισμός  στηρίζεται ιδεολογικά  στον παγανισμό, στον αντισημιτισμό,[xxiii] στον υπερεθνικισμό, στα φαλλικά πρωτόγονα πρότυπα ισχύος, σε μια κοινωνία, στην οποίαν έχει  εκλείψει  ο ηρωισμός, τον οποίον ονειρεύονται πολλοί νέοι. Επίσης προσεταιρίζονται «παραστρατημένους» νέους, καθώς και φονταμενταλιστικές χριστιανικές ομάδες,  και διέπονται από έναν βίαιο, ρατσιστικό αντιισλαμισμό. 

Ο σύγχρονος εθνικοσοσιαλισμός (Ελλάδα, Ουγγαρία, Ρωσσία κτλ.) δεν συγχέεται  με τα ακροδεξιά λαϊκίστικα κινήματα και κόμματα. Οταν  τα παραδοσιακά δημοκρατικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν λύνουν αποτελεσματικά τα αδιέξοδα του σύγχρονου, αδιαφανούς και πολύπλοκου κόσμου: όταν δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα τους και «συναινούν»,[xxiv] βυθιζόμενα στη διαφθορά  και στον οππορτουνισμό  των ματαιόδοξων κομματικών συμφερόντων εξουσίας, τότε οι πολίτες οδηγούνται στην αποπολιτικοποίηση και στην αδιαφορία.  

Τα εθνικοσοσιαλιστικά κινήματα και κόμματα εκμεταλλεύονται λαϊκίστικα  όλα τα άγχη και τις ανασφάλειες παραμελημένων ομάδων πολιτών, επωφελούμενα τα κενά και τις ολιγωρίες της δημοκρατικής νόμιμης εξουσίας, προσφέροντας ασφάλεια και «προστασία». Φιλοδοξούν έτσι να υποκαταστήσουν την δημόσια τάξη με το νόμο της ζούγκλας και του υποκόσμου, ενώ από την άλλη τα μέλη τους  εμφανίζονται να είναι «ηθικοί» ενάντια στη διαφθορά.

Συχνά το κράτος είτε δεν καταδικάζει και δεν καταδιώκει έγκαιρα και αποτελεσματικά τις επιθετικές και ιδεολογικές ενέργειες τους, είτε μεροληπτεί χάρην των ακροδεξιών ομάδων, εφόσον αυτές κόπτονται υπέρ του «έθνους», της «θρησκείας» και υπέρ της «τάξεως». Τότε οι εθνικοσοσιαλιστές εκμεταλλεύονται την προβολή τους από τα ΜΜΕ και  καταχρώνται τα δημοκρατικά δικαιώματα, διαμαρτύρονται δε για το ότι  οι θεσμοί  «μεροληπτούν» εις βάρος τους.  

Εμπρός  στην επανεμφάνιση του εθνικοσοσιαλισμού, τι πρέπει να κάνουμε; 1. Πρέπει να συμπτύξουμε  ένα εθνικό μέτωπο εναντίον του, αλλά να μην  επιτρέψουμε να καπηλευτεί τον αγώνα  ένα κόμμα ή ένα κίνημα. Ο αγώνας  δεν πρέπει να εκφυλιστεί σ’έναν οιωνεί εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα σε ακραίες πολιτικές ομάδες. 2. Κράτος, κόμματα και εκκλησίες πρέπει να διακηρύξουν επισήμως και όχι με μεμονωμένα άτομα, την απόρριψη του. Το κράτος, πρέπει να βρει ευκαιρίες  μέσω των οποίων θα κηρύξει  παράνομη κάθε εθνικοσοσιαλιστική ομάδα. Επίσης  να καταπολεμήσει κάθε διάβρωση του στρατού και της αστυνομίας από αυτές. 3. Πρέπει να κρατηθεί  μακριά από σχολεία, πανεπιστήμια και τα ΜΜΕ η εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα, και να διαφωτισθούν εκείνες οι κοινωνικές ομάδες που είναι ευάλωτες σ’ αυτήν. 4. Να σταματήσει η υποκριτική αποσιώπηση πολλών κοινωνικών προβλημάτων, μέσω ενός Λόγου της πολιτικής ορθότητας, η οποία στερείται ρεαλιστικών κριτηρίων για την αντιμετώπιση τους, και ευνοεί τον εθνικοσιαλισμό.    


[i] Θ. Λίποβατς, Η Ψυχοπαθολογία του Πολιτικού, Αθήνα  2003, σ. 268.

[ii] Ο.π. Ε. Fromm, Die Furcht vor der Freiheit, Frankfurt  a. M., Berlin 1988.

[iii]Σ. Φρόϋντ, Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό, Αθήνα  1994. 

[iv] Θ. Λίποβατς, ο.π.σ. 269.  L. Poliakov, C. Delacampagne, P. Girard, Über den Rassismus, Frankfurt a. M. 1984, σ. 168-173.

[v] Λ. Ντυμόν, Δοκίμια για τον ατομικισμό, Αθήνα 1988.

[vi] Θ. Λίποβατς, ο.π.σ. 273. L. Poliakov…o.π.σ. 174.

[vii] Θ. Λίποβατς, ο.π.σ. 273 κ.ε. Σ. Φρόϋντ, Τρια ιστορικά ασθενείας (ο άνθρωπος με τους λύκους), Αθήνα 1997. R. Loewenstein, Psychanalyse de l’ antisémitisme, Paris 1952. J Hermann, Psychologie de l’ antisémitisme, Paris 1986.   

[viii] Σ. Φρόϋντ, Ναρκισσισμός, Μαζωχισμός, Φετιχισμός, Αθήνα 1998.

[ix] L. Poliakov…ο.π.σ. 179.

[x] Σ. Φρόϋντ, Το ανοίκειο,  Αθήνα 2009. Θ. Λίποβατς, ο.π.σ. 276.  T. Todorov, Nous et les autres, Paris 1989. J. Kristeva, Etrangers à nous-mêmes, Paris 1988.

[xi] Σ. Φρόϋντ , Ο άνδρας Μωυσής και η μονοθεϊστική θρησκεία, Αθήνα 1997, σ. 250-2. Θ. Λίποβατς, Το Ονομα του Πατέρα και η Δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό, Αθήνα 2007 (σχόλιο στο «Ο άνδρας Μωυσής…»). Του ιδίου, Ψυχανάλυση και θρησκεία, στο Φαντασιακή και αληθής Ελευθερία, Αθήνα 2008.

[xii] Θ. Λίποβατς, Μία ψυχαναλυτική και πολιτική προσέγγιση της θεολογίας του Παύλου, στο Φαντασιακή…ο.π.

[xiii] Θ. Λίποβατς, Δοκίμιο για τη Γνώση και τον γνωστικισμό, Αθήνα 2006. Του ιδίου  Η απατηλή σαγήνη και η διαβρωτική βία του κακού, Αθήνα 2012.

[xiv]  Ε. Gentile, Die Sakralisierung der Politik, στο H. Maier (Hrsg.), Wege in die Gewalt. Die modernen politischen Religionen, Frankfurt a. M. 2002, σ. 176. Θ. Λίποβατς, Ο εθνικοσοσιαλισμός ως πολιτικός μεσσιανισμός, στο Σ. Ζουμπουλάκης (επιμ.), Η μεσσιανική ιδέα και οι μεταμορφώσεις της, Αθήνα  2011.   

[xv] O.π.σ. 177. Θ.Λίποβατς, Η ψυχοπαθολογία του Πολιτικού, Αθήνα 2003.

[xvi] K. Sontheimer, Antidemokratisches Denken in der Weimarer Republik, Frankfurt a. M. 1968, σ. 244-263.

[xvii] E. Gentile, o.π.σ. 178.

[xviii] Σ. Χάφνερ, Το φαινόμενο Χίτλερ. Μία ιστορική προσέγγιση, Αθήνα 2005. Σ. Φρόϋντ, Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ, Αθήνα 1994.

[xix] Η. Kiesel, Der Nationalsozialismus. Faszination durch Erfolg? στο H. Maier (Hg.), o.π.σ. 144-5.

[xx] O.π.σ. 146.

[xxi] Ο.π.σ. 155-6, 159. S. Friedländer, Kitsch und Tod. Der Widerschein des Nazismus,  Frankfurt a.M. 1986. Θ. Λίποβατς, «Ο συγκαλυμμένος αντισημιτισμός», στο Β. Γεωργιάδου, Α. Ρήγος (επιμ.), Αουσβιτς. Το γεγονός και η μνήμη του, Αθήνα 2007.

[xxii] Μ. Μπρούμλικ, Οι Γνωστικοί. Το όνειρο της αυτολύτρωσης του ανθρώπου. Αθήνα 2006, σ. 404-419. Θ. Λίποβατς, Ν. Δεμερτζής, Β. Γεωργιάδου, Θρησκείες  και Πολιτική στη Νεωτερικότητα, Αθήνα 2002. 

[xxiii] Π.-Α. Ταγκυέφ, Τι είναι ο αντισημιτισμός; , Αθήνα 2011. (σύγχρονη Εβραιοφοβία).

[xxiv] Β. Γεωργιάδου, Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης, Αθήνα 2008.  Σ. Ζουμπουλάκης, Ανίερη Συγκυβέρνηση. Μια διάλεξη για την ελληνική κρίση. Αθήνα  2011.

Έκθεση για τον Αντισημιτισμό (2018) του Κέντρου Κάντορ

Πηγή: Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο

Annual-Kantor-Center-Worldwide-850x788

Source: antisemitism.org.il

Αξιοσημείωτη και ανησυχητική αύξηση των βίαιων αντισημιτικών περιστατικών -κατά 13% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά- καταγράφει η έκθεση για τον Αντισημιτισμό κατά το 2018, του Κέντρου Κάντορ του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ, που δόθηκε στη δημοσιότητα την 1η Μαΐου 2019. Τα περιστατικά αυτά φτάνουν περίπου τα 400 σε παγκόσμια κλίμακα, με τα περισσότερα να καταγράφονται στις ΗΠΑ -με περισσότερες από 100 περιπτώσεις σοβαρών αντισημιτικών επιθέσεων- το Ηνωμένο Βασίλειο -με 68 περιπτώσεις-  τη Γαλλία και την Γερμανία -με 35 περιστατικά αντίστοιχα- και τον Καναδά με 20. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γερμανίας, όπου οι επιθέσεις εναντίον Εβραίων αυξήθηκαν κατά 70% στο 2018, έναντι εκείνων του 2017.

«Είναι πλέον σαφές ότι ο αντισημιτισμός δεν περιορίζεται στο τρίγωνο μεταξύ ακροδεξιάς, ακροαριστεράς και ριζοσπαστικού ισλαμισμού, αλλά έχει καταστεί συνηθισμένο φαινόμενο, συχνά αποδεκτό από την κοινωνία», τόνισε ο Δρ. Μοσέ Κάντορ, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Εβραϊκού Συνεδρίου (EJC), κατά τη συνέντευξη Τύπου παρουσίασης της φετινής έκθεσης.

Δείτε εδώ την έκθεση ANTISEMITISM WORLDWIDE 2018 – The Kantor Center– TAU Report (στις σελ. 76-83 το κεφάλαιο για την Ελλάδα).

Εδώ το αρχείο σε PDF