του Θάνου Λίποβατς
[πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Σύναξη, τεύχος 125: Χριστιανοί και Ναζισμός. 2013. Το άρθρο αναδημοσιεύεται στο παρόν ιστολόγιο με την άδεια του συγγραφέα.]
Ι. Πολιτισμική ανάλυση του ρατσισμού.
Μετά την Αναγέννηση και την Μεταρρύθμιση (από το 1500 και έπειτα) εξαφανίστηκαν σταδιακά μέχρι το 1789 οι «διαφορές»,[i] δηλ. καταργήθηκαν οι κάστες και τα προνόμια των ευγενών, των κληρικών και των συντεχνιών. Αυτός ο δημοκρατικός και ατομικιστικός χαρακτήρας των μεταρρυθμίσεων εκφράστηκε ως ατομική ελευθερία και ισότητα εμπρός στο Νόμο. Αλλά μία συνέπεια αυτής της επαναστατικής μεταβολής υπήρξε ο καπιταλισμός και η βιομηχανική οικονομία, με τις συνέπειες του ξεριζώματος των ανθρώπων από τις παραδοσιακές κοινότητες, που έδιναν μία σιγουριά στα άτομα (με το τίμημα των πελατειακών σχέσεων και της έλλειψης ατομικότητας).
Το «βάρος της ελευθερίας»[ii] προκάλεσε ψυχικές και πολιτισμικές αντιδράσεις. Η ισοπέδωση, ως μια πρωτόγονη μορφή δημοκρατικής ισότητας οδήγησε πολλούς στο λαϊκισμό, στην ψυχολογία της μάζας. Η κρίση του νεωτερικού πολιτισμού, δημιουργεί μία γενική δυσφορία,[iii] εφόσον είναι ένα διαρκές γνώρισμα του, ενώ παλαιά και νέα στοιχεία συνυπάρχουν (όπου «παλαιό και νέο» δεν ταυτίζονται με τη διαφορά «καλό και κακό»). Ετσι διαιωνίζεται μία κατάσταση ανομίας και συνεχούς απογοήτευσης, η οποία οδηγεί ορισμένους σε ριζικές, «αποκαλυπτικές» και βίαιες λύσεις, ενώ άλλους τους ωθεί στην αναζήτηση παλαιών, σταθερών μοντέλλων.
Οι ιεραρχικές (και «οντολογικές») διαφορές[iv] αποτελούσαν πάντα στις παραδοσιακές κοινωνίες μία μορφή της Διαφοράς: η τάση κατάργησης τους στην νεωτερική κοινωνία είναι πάντα ατελής και μερική. Όμως η αυταπάτη πολλών στην νεωτερική εποχή έγκειται στο ότι μπορεί να καταργηθεί και κάθε συμβολική Αυθεντία, που βασίζεται στο Νόμο. Αυτό που όμως καταργήθηκε πράγματι είναι η παραδοσιακού τύπου κυριαρχική σχέση κυρίου και υπηρέτη.
Αλλά είναι αδύνατον σε μία διαφοροποιημένη κοινωνία να καταργηθεί η χαρισματική εξουσία ορισμένων ατόμων, ή η γραφειοκρατική εξουσία των προϊσταμένων, όταν αυτοί οι δυο τύποι νομιμοποιούνται από ιδιαίτερα προσόντα και γνώσεις, γενικώς παραδεκτά. Δημοκρατικά νομιμοποιημένη είναι μόνον η κατάργηση της αυθαίρετης και απεριόριστης εξουσίας, ιδιαίτερα όταν προέρχεται από την καταγωγή ή την περιουσία.
Μία Δημοκρατία μπορεί και πρέπει να αναγνωρίζει τις νομιμοποιημένες διαφορές, αλλά ψυχολογικά (ασυνείδητα) το πρόβλημα δεν σταματά εδώ. Σε ορισμένους η Δημοκρατία εμφανίζεται γενικά ως μία απειλή της επιστροφής στο σχετικισμό και στην ομογενοποίηση, η οποία παράγει άγχος. Οι ισοπεδωτικές τάσεις υπάρχουν σε μία δημοκρατική κοινωνία ανεξάρτητα από τις φαντασιώσεις των ρατσιστών, και αποτελούν ένα πραγματικό πρόβλημα. Ο ρατσισμός (παράλληλα με τον εθνικισμό και τον ιμπεριαλισμό), ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αιώνα, αποτελεί μία ιδεολογία και μία πολιτική θρησκεία. Οσα αναφέρονται εδώ για τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό ισχύουν και για κάθε φασιστικό και εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα του 20ού και του 21ου αιώνα.
Για τον ρατσιστή κάθε Δημοκρατία είναι ισοπεδωτική, για έναν διαφοροποιημένο πολίτη όμως υπάρχουν πολλές ποιότητες Δημοκρατίας. Οι ισοπεδωτικές τάσεις προέρχονται από τη μια από την κυριαρχία του εμπορεύματος και του χρήματος, και από την άλλη από ορισμένες, γνωστικές, αντινομιστικές ιδεολογίες. Η κυριαρχία του οικονομικού σημαίνει ότι όλες οι ποιοτικές και συμβολικές διαφορές ισοπεδώνονται,[v] και ισχύει μόνον η διαφορά ποσότητας του χρήματος, και της ποζιτιβιστικής επιστήμης.
Αλλά ενώ οι κοινωνικές ανισότητες στον καπιταλισμό προέρχονται από την κυριαρχία του χρήματος, αυτό δεν αντιφάσκει με την πολιτιστική ισοπέδωση των αξιών και των ταυτοτήτων, ιδιαίτερα στην ύστερη νεωτερικότητα. «Όλα είναι δυνατά» χάρην στο χρήμα και όλοι είναι υπόδουλοι στην κατανάλωση και στο κακό γούστο. Από την άλλη, οι αντι-νομιστικές αντιλήψεις ορισμένων αριστερίστικων, ισοπεδωτικών τάσεων, ταυτίζουν φαντασιακά το Νόμο με την εξουσία και με το χρήμα, και ισοπεδώνουν τις διαφοροποιήσεις, που προϋποθέτει κάθε κοινωνία.
Η πολιτισμική ερμηνεία του ρατσισμού τονίζει εδώ το άγχος των ρατσιστών απέναντι στην κατάργηση των παραδοσιακών διαφορών, και την προσπάθεια εισαγωγής νεωτερικών, διαφορών, σοσιαλδαρβινιστικής έμπνευσης. Η αμοραλιστική, μηδενιστική, «πρωτοποριακή», αναρχική απόρριψη κάθε είδους αξιών, ευνοεί ωστόσο τον ισοπεδωτισμό με προκλητικό τρόπο. Αποτελεί συμμετρικά την αντίστροφη μορφή μηδενισμού στο μηδενισμό των ρατσιστών, εφόσον και οι δύο απορρίπτουν το Νόμο και τις ηθικές αξίες. Και οι δύο αναφέρονται στο «δικαίωμα στη διαφορά» και έχουν ισοπεδωτικές συνέπειες, αλλά με άλλο τρόπο. Ο κοινός εχθρός τους είναι η Δημοκρατία.
Ολοι οι προαναφερθέντες λόγοι αναπαράγουν τη δυνατότητα ενός δημαγωγικού, ρατσιστικού Λόγου, ο οποίος απευθύνεται πάντα στους «περιφρονημένους» της κοινωνίας, πέραν των ταξικών διαφορών, ανταγωνιζόμενος τη δημοκρατική και την σοσιαλιστική κριτική, και συγχρόνως διαστρέφοντας τις. Ο ρατσιστής είναι (οργανιστής) «αντικαπιταλιστής», (αυταρχικός) «αντικρατιστής», (λαϊκιστής) «οικολόγος», κλπ. Αντί της εμπορευματικής ισοπέδωσης προτείνει με την τρομοκρατία και τον αποκλεισμό των ξένων, την ομογενοποίηση και την ισοπέδωση των μελών της καθαρής φυλής στα πλαίσια μίας ιεραρχικής, αυταρχικής οργάνωσης, τα οποία υποτάσσονται τυφλά στον Οδηγό.
ΙΙ. Ψυχαναλυτική ερμηνεία του ρατσισμού.
Το ερώτημα που θέτει ο ρατσισμός, ως θεμελιακό στοιχείο του εθνικοσοσιαλισμού είναι: γιατί μέσα από όλες τις δυνατές αντιδράσεις στην κρίση, η ρατσιστική αντίδραση είναι τον 20 και 21 αιώνα ελκυστική;[vi] Εδώ δεν ενδιαφέρουν οι πολιτισμικές αιτίες, αλλά οι λόγοι για την επιτυχία του ρατσισμού.
Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν άτομα τα οποία ασυνείδητα κυριαρχούνται ιδιαίτερα από ορισμένες φαντασιώσεις, που όλοι έχουν. Ωστόσο εδώ τα κάνουν επιρρεπή σε ορισμένες αντιδράσεις απέναντι στην πραγματικότητα. Στο βαθμό που η κοινωνία μέσα στην οποία ζουν ευνοεί με διάφορους τρόπους ενεργά ή αδιάφορα αυτές τις αντιδράσεις, τότε αυτά τα άτομα θα παίξουν φανερά ένα δημόσιο ρόλο, αντί να είναι περιορισμένα στον ιδιωτικό χώρο. Aνάμεσα στην κοινωνία και στα άτομα υπάρχει μία σχέση εκλεκτικής συγγένειας και «επιλογής». Ο ρατσισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός, είναι ελκυστικοί γιατί ικανοποιούν ορισμένες επιθυμίες και αμύνεται ενάντια σε ορισμένους φόβους.
Σημαντική είναι αρχικά η βασική φαντασίωση της λεγόμενης «πρωταρχικής σκηνής»,[vii] στην οποίαν το παιδί σε ηλικία 1-3 ετών παρατηρεί την συνουσία των γονέων (αλλά και οποιωνδήποτε άλλων ανθρώπων ή ζώων) την οποία «δεν καταλαβαίνει», αλλά εκ των υστέρων της δίνει «νόημα», συνδέοντας την φαντασιακά με μία πράξη βίας, φρίκης καθώς και του αποκλεισμού του από την συμμετοχή του στα δρώμενα. Τότε μπορεί να φαντασιώσει τον εαυτό του ως ένα «εγκαταλειμμένο απόρριμμα» των δρώντων.
Πολλά παιδιά (μέχρι και ενήλικες) οδηγούνται σε άγχος, γιατί συγχρόνως εμφανίζεται και η δυνατότητα της αποτυχίας της εγκαθίδρυσης της Διαφοράς των φύλων στον ψυχισμό, χρειάζεται το Συμβολικό, η συμβολική Διαφορά, προκειμένου να διεργασθεί το υποκείμενο ψυχικά τη Διαφορά των φύλων.
Ο πατέρας είναι ο φορέας του Νόμου και της Διαφοράς των φύλων, δηλ. της απαγόρευσης της προσκόλλησης του παιδιού στη μητέρα (ανεξαρτήτως του φύλου του παιδιού). Το παιδί, ιδιαίτερα το αγόρι, φαντασιώνει, σε περίπτωση αποτυχίας του πατέρα, τη μητέρα «να έχει» κατ’ εξαίρεση, ανδρικά στοιχεία : εδώ είναι η ρίζα του φετιχισμού και της διαστροφής, καθώς και του μισογυνισμού, γιατί μία «γυναίκα» δεν είναι η «μητέρα», (γυρεύει όμως υποκατάστατα της φαντασιακής, «παντοδύναμης» μητέρας).
Ο Φρόϋντ χρησιμοποιεί σ’ αυτή την περίπτωση την έκφραση «προκατάληψη».[viii] Για τον φετιχιστή υπάρχει μόνον ένα φύλο: το ανδρικό, γιατί δεν λείπει δήθεν «τίποτα» στον άνδρα, και η μόνη «διαφορά» είναι ποσοτική: να είναι λιγότερο ή περισσότερο άνδρας. Πρόκειται για μία φαντασίωση των παιδιών αμφοτέρων των φύλων. Φαντασιακά όμως ο φετιχιστής κινητοποιεί την φαντασίωση του ευνουχισμού: αν θεωρεί ότι λείπει σε κάποιον ή σε κάποιαν κάτι, είναι γιατί φαντάζεται ότι έχει ευνουχιστεί βίαια.
Από εδώ προέρχονται οι μύθοι της θεϊκής και καθαρής καταγωγής, όπως αυτής της άριας φυλής, κτλ., ενώ η σεξουαλικότητα αποκτά εδώ τον χαρακτήρα του βρόμικου, της αμαρτίας, του βιασμού. Ο ρατσιστής είναι φετιχιστής, φανατίζεται εύκολα γιατί κάθε διαφορετικό άτομο, του υπενθυμίζει αυτό που είναι γι αυτόν ανησυχητικό, την ύπαρξη της Διαφοράς των φύλων, η οποία γίνεται από αυτόν αντικείμενο απάρνησης.
Τα υποκείμενα «πιστεύουν» στις προκαταλήψεις τους προκειμένου ν’ απαρνηθούν γενικά την συμβολική Διαφορά μέσα στον πολιτισμό: ο άλλος δεν είναι άνθρωπος όπως «εγώ», αλλά ανήκει σε μία άλλη, κατώτερη ή δαιμονική ράτσα, που πρέπει να κυριαρχηθεί ή και να εξοντωθεί. Ο ρατσιστής απαρνείται [ix] με πάθος την αναγκαιότητα της δικής του έλλειψης, του δικού του συμβολικού ευνουχισμού: νοσταλγεί μία ουτοπική ευτυχία μέσω της φαντασιακής επιστροφής στην κοιλιά της μητέρας, όπου η Διαφορά (ο Νόμος, ο πατέρας) δεν υπάρχει. Αυτή η φαντασίωση ισοδυναμεί με την νοσταλγία του θανάτου. Η ορμή του θανάτου κυριαρχεί εδώ είτε ως ουτοπική νοσταλγία της κατάργησης κάθε διαφοράς, είτε ως βίαιη απάρνηση της Διαφοράς ανάμεσα σε Νόμο και εξουσία, γι αυτόν υπάρχει μόνον μία, αυθαίρετη, δικτατορική, εξουσία.
Αλλά ο ρατσιστής ταυτίζεται με τον άλλον και προβάλλει επάνω του τη δική του επιθυμία. Τον κατηγορεί ότι τον «αποκλείει» και τον «απειλεί», αυτό γίνεται η αφορμή για τον ρατσιστή ν’ αποκλείσει και ν’ απειλήσει τον άλλον. Ο άλλος είναι ο αντίζηλος απέναντι στη μητέρα (στην πατρίδα, στη φυλή, κτλ), και γι αυτό ο ρατσιστής θέλει συνειδητά να «τιμωρήσει» τον άλλον. Συγχρόνως αισθάνεται ως «απόρριμμα» της κοινωνίας, και γι αυτό φθονεί τον άλλον και θεωρεί ότι τον «εκτοπίζει» από την εύνοια της μητέρας και του πατέρα.
Ο άλλος εμφανίζεται εδώ ως «ανησυχητικά παράξενος», ανοίκειος,[x] προκαλεί άγχος, γιατί ο ρατσιστής αισθάνεται ένοχος, επειδή συνδέει τον «άλλον» με την απαγορευμένη επιθυμία της μητέρας. Προβάλλει τις ζωώδεις και σαδιστικές επιθυμίες του στον άλλο, ο οποίος συγχρόνως τον σαγηνεύει (σεξουαλικά βασανιστήρια στις φυλακές). Είναι εγκλωβισμένος σε αρχαϊκές ψυχικές καταστάσεις, που εγκυμονούν βία.
Ο ρατσιστής έχει πανικό φόβο απέναντι στην ανακάλυψη της Διαφοράς, αλλά ασυνείδητα δεν παύει να την γυρεύει. Είναι ένα διχασμένο υποκείμενο: από τη μια απορρίπτει κάθε διαφορά (συμβολικής φύσης), ομογενοποιώντας την ομάδα του, με την οποίαν ταυτίζεται. Από την άλλη διαμαρτύρεται για την ισοπέδωση της κοινωνίας, θέλει να εισάγει απόλυτες (φαντασιακές) «φυσικές», ιεραρχικές, σταθερές διαφορές, να πάει πίσω από τον καπιταλισμό και πίσω από τη δημοκρατία.
ΙΙΙ. Ψυχαναλυτική ερμηνεία του αντισημιτισμού.
Ο Φρόϋντ διαπιστώνει στο τέλος του βιβλίου του «Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία»,[xi] ότι ο χριστιανισμός στην θεολογία του Παύλου βασίζεται επάνω στην έννοια του προπατορικού αμαρτήματος και στην θυσία του Ιησού. Η υπακοή του Ιησού στο θέλημα του Θεού και η ανάσταση του οδήγησαν στην συμφιλίωση ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό, υπερβαίνοντας έτσι την οιδιπόδεια σύγκρουση, κάτι που κανένας άνθρωπος, ως πεπερασμένο ον, δεν μπορεί ν’ αποφύγει.
Τι σημαίνει αυτό για τον ψυχισμό των ανθρώπων που έγιναν χριστιανοί ή παρέμειναν Εβραίοι, και τη σχέση ανάμεσα τους; Ο Παύλος τονίζει στην «Προς Ρωμαίους Επιστολή»[xii] ότι η χριστιανική Αγάπη είναι επέκεινα του Νόμου, αλλά ότι ο Νόμος δεν καταργείται είναι άγιος. Από εδώ ξεκινάει όλη η διαλεκτική του Νόμου και της χριστιανικής Αγάπης, που παραμένει πάντα το θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης και του πολιτισμού.
Αλλά τα πεπερασμένα υποκείμενα δεν έχουν από μόνα τους την δύναμη να αποδεχθούν αυτή τη διαλεκτική, τρέπονται εις φυγήν εμπρός σ’ αυτήν, συνεχίζουν ν’ αμαρτάνουν. Η λύτρωση δεν είναι μία μαγική πράξη επέκεινα της χρονικότητας: η ιστορία της σωτηρίας άρχισε με τον πραγματικό θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, θα ολοκληρωθεί μόνον στο τέλος της ιστορίας. Ετσι η ιστορία αυτή είναι μία διαδικασία που συνεπάγεται και προόδους και παλινδρομήσεις για τους ανθρώπους, οι οποίοι μόνον με την χάρη του Θεού εν Χριστώ μπορούν να κάνουν ένα βήμα μπροστά. Οι χριστιανοί ως ζωντανές υπάρξεις, δεν έπαψαν και δεν θα πάψουν να σαγηνεύονται από τους πειρασμούς του παγανισμού, του γνωστικισμού και της θεοκρατίας.
Οι Εβραίοι παρέμειναν πιστοί στον Έναν Θεό και στον ηθικό Νόμο. Πολλοί χριστιανοί δεν θέλουν αυτό να το αναγνωρίσουν, γιατί επανέρχονται σ’ αυτούς οι απωθημένες φαντασιώσεις της κατάργησης της έλλειψης και της διαφοράς. Υπάρχουν και στον παγανισμό και στην Γνώση[xiii] και στον θεοκρατικό φονταμενταλισμό, αλλά με μία ατελή, ασυνεπή και μυθοποιημένη μορφή, η οποία εχθρεύεται και θα εχθρεύεται πάντα τους Μονοθεϊσμούς. Υπό την επήρεια αυτών των πολιτισμικά ξεπερασμένων φαντασιώσεων βίας και «πλήρους» απόλαυσης, πολλοί «χριστιανοί» προβάλλουν επάνω στους Εβραίους τις απωθημένες επιθυμίες τους, τα άγχη και τις ενοχές τους. Οι Εβραίοι παραμένουν πάντα ο εκλεκτός λαός του Θεού, αυτό προκαλεί στους «χριστιανούς» τον φθόνο, που αποτέλεσε και αποτελεί μία πηγή του αντιϊουδαισμού και του αντισημιτισμού.
Ωστόσο η κύρια αιτία της διαιώνισης του αντισημιτισμού στην νεωτερική εποχή, είναι η κυριαρχία μίας οιωνεί γνωστικής στάσης απέναντι στα πράγματα, μέσω των εκκοσμικευμένων πολιτικών θρησκειών που αποτελούν οι νεωτερικές ιδεολογίες. Η ιδεολογία της αυτονομίας δίχως τον Θεό, τονίζει μεν αρχικά τη σημασία του Νόμου. Όμως συγχρόνως τον υπονομεύει μέσω της άκρατης ατομικιστικής στάσης των αυτόνομων υποκειμένων, καθώς και την κυριαρχίας της ποζιτιβιστικής επιστήμης και της τεχνολογίας, για την οποίαν «τα πάντα είναι δυνατά». Στην ύστερη νεωτερικότητα η ελευθερία του υποκειμένου υπάρχει ενάντια στον ηθικό Νόμο, ως απόλυτη, αμοραλιστική, ηδονιστική στάση.
Οι αρχαίοι γνωστικοί απέρριπταν τον Θεό Πατέρα του Νόμου, αντιτάσσοντας μονομερώς σ’ αυτόν τον Θεό Υιό της αγάπης. Σήμερα η νεογνωστική ανταρσία ενάντια στον τριαδικό Θεό οδηγεί στις ιδεολογίες της ισοπέδωσης της διαφοράς των φύλων και των γενεών, καθώς και της απόρρριψης της λειτουργίας του πατέρα και του Νόμου. Ο αντισημιτισμός αλλά και ο αντιισλαμισμός κρύβουν τελικά έναν αντιχριστιανισμό. Η νέα εβραιοφοβία εμφανίζεται επειδή ο ιουδαϊσμός αποτελεί ένα σκάνδαλο, γιατί υπενθυμίζει ότι «υπάρχει ο Νόμος».
ΙV. Μερικά ιστορικά στοιχεία για τον εθνικοσοσιαλισμό.
Η νεωτερική Δημοκρατία χαρακτηρίζονταν από την αρχή από μία βασική αντίφαση: αυτήν ανάμεσα σ’έναν κοσμικό, ορθολογιστικό ατομικισμό και σε μία πολιτική θρησκεία που βασίζονταν επάνω στην επαναστατική πίστη, στον βίαιο πολιτικό μεσσιανισμό και στην εκκοσμικευμένη εσχατολογία. (Διαφορά ανάμεσα στην προσαρμογή και στην αποκαλυψιακή στάση). [xiv]
Όμως μετά το 1880 σχηματίζονται οιωνεί πολιτικά κινήματα και σέκτες, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη μία νέα μορφή αφοσίωσης στους οδηγούς, και τα οποία απαιτούν από τα μέλη την ολοκληρωτική ενσωμάτωση σε μια ολιστική κοσμική ενότητα, που συνεπάγεται την εξιδανίκευση της βίας και τη δημιουργία μίας «νέας ανθρωπότητας». Εδώ κινητοποιούνται οι μύθοι και οι φαντασιώσεις του ρομαντισμού, σε βάρος του ορθού Λόγου και της καθολικότητας του ανθρώπου (καλλιτεχνικές πρωτοπορείες, σέκτες, με πολιτικά αμφίρροπες τάσεις). (Πρόδρομοι υπήρξαν εδώ ο γαλλικός αντισημιτισμός (υπόθεση Dreyfus), καθώς και ο ρωσσικός αντισημιτισμός (Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, Pogrom)). [xv]
Σ’ αυτά τα πλαίσια αναδύθηκε ένα «πλούσιο ρεπερτόριο» συμβόλων που αναπαρήγαγαν πολιτικούς μύθους. Τέτοιες ήταν ιδεολογικές «έννοιες» όπως: ο «λαός» και η «ράτσα», η «κοινότητα» (communauté), το «έθνος», ο «οργανισμός» και η «απόφαση» (για την απόφαση). Ολες αυτές οι έννοιες, που και σήμερα ακόμα, ή πάλι, «συγκινούν» πολλούς, είναι οιωνεί μυθολογικές, ολιστικές και αντιορθολογικές έννοιες, που έχουν ως εχθρό εν γένει τον νεωτερικό ατομικισμό, την ασφαλή αστική ζωή, την «μηχανική» «κοινωνία» (société), την αγορά, το δημοκρατικό, αντιπροσωπευτικό, πολιτικό σύστημα, κτλ.. [xvi]
Η αποκαλυψιακή αναμονή (εξπρεσσιονισμός) μίας καθαρτήριας καταστροφής εκπληρώθηκε με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον οποίο ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας και της διανόησης υποδέχθηκε ως ένα αποκαλυπτικό, λυτρωτικό Συμβάν. Μέσω της πολιτικής προπαγάνδας επανεμφανίσθηκε η εικόνα του άλλου, ως μία εικόνα του δαιμονοποιημένου εχθρού, ως η προσωποποίηση του Κακού. [xvii]
Τα κινήματα που κυριάρχησαν στην Ευρώπη στον μεσοπόλεμο, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά δίχως τη δύναμη της χαρισματικής προσωπικότητας του Οδηγού (Führer). Για τον Α. Χίτλερ, που θεωρούσε τον εαυτό του, ως τον «άνθρωπο του γερμανικού πεπρωμένου», φορέας του ιστορικού γίγνεσθαι είναι αποκλειστικά οι λαοί και οι ράτσες/φυλές, ως μία εκδήλωση μιας σοσιαλδαρβινιστικής «ορμής» για αυτοσυντήρηση και κυριαρχία. [xviii]
Αυτό που χαρακτήριζε αρχικά την δύναμη του εθνικοσοσιαλισμού ήταν η γοητεία της (κυκλοθυμικής, θεατρικής) προσωπικότητας του Χίτλερ (όπως και αυτής του Μουσσολίνι). Ο εθνικοσοσιαλισμός επέβαλε ένα ιδεώδες του «ζειν επικινδύνως» ως ενός έργου τέχνης (ηρωικού και άκαρδου), ως μίας υπέρβασης της αλλοτρίωσης μέσα στην νεωτερική καθημερινότητα, μέσω του εκστατικού συναισθήματος της συμμετοχής σε μια μεγάλη κοινότητα. και την υποταγή σε «Οδηγούς» (οι οποίοι δεν ήταν πλέον μία πατρική μορφή του φορέα του ηθικού Νόμου). Ο εθνικοσοσιαλισμός συνεπάγεται την απάρνηση του ηθικού Νόμου, του Συμβολικού, προς όφελος της κυριαρχίας του Φαντασιακού. [xix]
Ο Χίτλερ άσκησε μεγάλη γοητεία σε περίοδο γενικής κρίσης της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όχι μόνον στα μικροαστικά και υπαλληλικά στρώματα, αλλά και στο προλεταριάτο, στην διανόηση, στους καλλιτέχνες, στις γυναίκες και ιδίως στη νεολαία. Εμπρός στον φόβο της κοινωνικής καθόδου υπέθαλψε το φθόνο και το μίσος απέναντι στους Εβραίους, τους οποίους κατέστησε ένοχους της κρίσης. Από την άλλη υποστήριξε συστηματικά την κοινωνική άνοδο των νέων εις βάρος των Εβραίων, και τους μετέδωσε ένα ναρκισσιστικό συναίσθημα παντοδυναμίας.
Τα συναισθήματα που προκαλούσε ήταν ωστόσο αμφίρροπα και ανάμεικτα: θαυμασμός και απέχθεια, σαγήνη και βιαιότητα (Τh. Mann, Β. Brecht). [xx] Ο Χίτλερ θεωρούσε τον εαυτό του ως τον «μεγάλο αδελφό» και Οδηγό της συμμορίας των νέων, που υπερασπίζεται την καθαρότητα των παιδιών της άρειας φαντασιακής μητέρας Γερμανίας.
Ο εθνικοσοσιαλισμός μετέδωσε στη νεολαία ένα πάθος, που εκφράστηκε μέσα από σύμβολα, τελετουργικά, εορτές, αθλητισμό, παρελάσεις (βιταλισμός, νέο-παγανισμός, νέο-γνωστικισμός), στο όνομα μιας ηρωικής στάσης και ετοιμότητας για αυτοθυσία, απορρίπτοντας την αστική «ασφαλή ζωή». Σαγήνευσε δε τεχνικούς επιστήμονες και καλλιτέχνες μέσω του μηδενιστικού, θανατηφόρου στοιχείου που τον χαρακτηρίζει, καθώς και μέσα από τον διαστροφικό ερωτισμό που τον διέπει: την θέληση για εξουσία, το μείγμα από σκοτεινές αμφίρροπες, βίαιες φαντασιώσεις και Κitsch, την αυτοκαταστροφική, παλινδρομική μείξη των αντιθέτων.[xxi]
H συστηματική εξόντωση των Εβραίων και η Shoah μπήκαν στο κέντρο του προγράμματος του ΑΧ, μετά την έναρξη της εισβολής στη ΕΣΣΔ το 1941. Η ιδιαιτερότητα του εθνικοσοσιαλισμού έγκειται στο ότι εδώ ο αντισημιτισμός και ο ρατσισμός αυτονομήθηκαν και απέκτησαν τον χαρακτήρα ενός εκκοσμικευμένου πολιτικού μεσσιανισμού γνωστικής[xxii] έμπνευσης. Αυτό σε αντίθεση με τους ευρωπαϊκούς φασισμούς, οι οποίοι αποτέλεσαν μία υπερεθνικιστική και ρατσιστική λατρεία του κράτους.
Ο σύγχρονος ρατσισμός ωστόσο είναι ένας διαφορικός ρατσισμός: τονίζει τη σημασία των πολιτισμικών και θρησκευτικών διαφορών, ενάντια στους ξένους μετανάστες, τους τσιγγάνους, τους ομοφυλόφιλους, κτλ. Δεν υπάρχει πλέον μία αναγνωρισμένη βιολογική επιστήμη σήμερα, που να αποδέχεται βιολογικές διαφορές ανάμεσα στις διάφορες φυλές των ανθρώπων.
Ο σύγχρονος εθνικοσοσιαλισμός στηρίζεται ιδεολογικά στον παγανισμό, στον αντισημιτισμό,[xxiii] στον υπερεθνικισμό, στα φαλλικά πρωτόγονα πρότυπα ισχύος, σε μια κοινωνία, στην οποίαν έχει εκλείψει ο ηρωισμός, τον οποίον ονειρεύονται πολλοί νέοι. Επίσης προσεταιρίζονται «παραστρατημένους» νέους, καθώς και φονταμενταλιστικές χριστιανικές ομάδες, και διέπονται από έναν βίαιο, ρατσιστικό αντιισλαμισμό.
Ο σύγχρονος εθνικοσοσιαλισμός (Ελλάδα, Ουγγαρία, Ρωσσία κτλ.) δεν συγχέεται με τα ακροδεξιά λαϊκίστικα κινήματα και κόμματα. Οταν τα παραδοσιακά δημοκρατικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν λύνουν αποτελεσματικά τα αδιέξοδα του σύγχρονου, αδιαφανούς και πολύπλοκου κόσμου: όταν δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα τους και «συναινούν»,[xxiv] βυθιζόμενα στη διαφθορά και στον οππορτουνισμό των ματαιόδοξων κομματικών συμφερόντων εξουσίας, τότε οι πολίτες οδηγούνται στην αποπολιτικοποίηση και στην αδιαφορία.
Τα εθνικοσοσιαλιστικά κινήματα και κόμματα εκμεταλλεύονται λαϊκίστικα όλα τα άγχη και τις ανασφάλειες παραμελημένων ομάδων πολιτών, επωφελούμενα τα κενά και τις ολιγωρίες της δημοκρατικής νόμιμης εξουσίας, προσφέροντας ασφάλεια και «προστασία». Φιλοδοξούν έτσι να υποκαταστήσουν την δημόσια τάξη με το νόμο της ζούγκλας και του υποκόσμου, ενώ από την άλλη τα μέλη τους εμφανίζονται να είναι «ηθικοί» ενάντια στη διαφθορά.
Συχνά το κράτος είτε δεν καταδικάζει και δεν καταδιώκει έγκαιρα και αποτελεσματικά τις επιθετικές και ιδεολογικές ενέργειες τους, είτε μεροληπτεί χάρην των ακροδεξιών ομάδων, εφόσον αυτές κόπτονται υπέρ του «έθνους», της «θρησκείας» και υπέρ της «τάξεως». Τότε οι εθνικοσοσιαλιστές εκμεταλλεύονται την προβολή τους από τα ΜΜΕ και καταχρώνται τα δημοκρατικά δικαιώματα, διαμαρτύρονται δε για το ότι οι θεσμοί «μεροληπτούν» εις βάρος τους.
Εμπρός στην επανεμφάνιση του εθνικοσοσιαλισμού, τι πρέπει να κάνουμε; 1. Πρέπει να συμπτύξουμε ένα εθνικό μέτωπο εναντίον του, αλλά να μην επιτρέψουμε να καπηλευτεί τον αγώνα ένα κόμμα ή ένα κίνημα. Ο αγώνας δεν πρέπει να εκφυλιστεί σ’έναν οιωνεί εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα σε ακραίες πολιτικές ομάδες. 2. Κράτος, κόμματα και εκκλησίες πρέπει να διακηρύξουν επισήμως και όχι με μεμονωμένα άτομα, την απόρριψη του. Το κράτος, πρέπει να βρει ευκαιρίες μέσω των οποίων θα κηρύξει παράνομη κάθε εθνικοσοσιαλιστική ομάδα. Επίσης να καταπολεμήσει κάθε διάβρωση του στρατού και της αστυνομίας από αυτές. 3. Πρέπει να κρατηθεί μακριά από σχολεία, πανεπιστήμια και τα ΜΜΕ η εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα, και να διαφωτισθούν εκείνες οι κοινωνικές ομάδες που είναι ευάλωτες σ’ αυτήν. 4. Να σταματήσει η υποκριτική αποσιώπηση πολλών κοινωνικών προβλημάτων, μέσω ενός Λόγου της πολιτικής ορθότητας, η οποία στερείται ρεαλιστικών κριτηρίων για την αντιμετώπιση τους, και ευνοεί τον εθνικοσιαλισμό.
[i] Θ. Λίποβατς, Η Ψυχοπαθολογία του Πολιτικού, Αθήνα 2003, σ. 268.
[ii] Ο.π. Ε. Fromm, Die Furcht vor der Freiheit, Frankfurt a. M., Berlin 1988.
[iii]Σ. Φρόϋντ, Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό, Αθήνα 1994.
[iv] Θ. Λίποβατς, ο.π.σ. 269. L. Poliakov, C. Delacampagne, P. Girard, Über den Rassismus, Frankfurt a. M. 1984, σ. 168-173.
[v] Λ. Ντυμόν, Δοκίμια για τον ατομικισμό, Αθήνα 1988.
[vi] Θ. Λίποβατς, ο.π.σ. 273. L. Poliakov…o.π.σ. 174.
[vii] Θ. Λίποβατς, ο.π.σ. 273 κ.ε. Σ. Φρόϋντ, Τρια ιστορικά ασθενείας (ο άνθρωπος με τους λύκους), Αθήνα 1997. R. Loewenstein, Psychanalyse de l’ antisémitisme, Paris 1952. J Hermann, Psychologie de l’ antisémitisme, Paris 1986.
[viii] Σ. Φρόϋντ, Ναρκισσισμός, Μαζωχισμός, Φετιχισμός, Αθήνα 1998.
[ix] L. Poliakov…ο.π.σ. 179.
[x] Σ. Φρόϋντ, Το ανοίκειο, Αθήνα 2009. Θ. Λίποβατς, ο.π.σ. 276. T. Todorov, Nous et les autres, Paris 1989. J. Kristeva, Etrangers à nous-mêmes, Paris 1988.
[xi] Σ. Φρόϋντ , Ο άνδρας Μωυσής και η μονοθεϊστική θρησκεία, Αθήνα 1997, σ. 250-2. Θ. Λίποβατς, Το Ονομα του Πατέρα και η Δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό, Αθήνα 2007 (σχόλιο στο «Ο άνδρας Μωυσής…»). Του ιδίου, Ψυχανάλυση και θρησκεία, στο Φαντασιακή και αληθής Ελευθερία, Αθήνα 2008.
[xii] Θ. Λίποβατς, Μία ψυχαναλυτική και πολιτική προσέγγιση της θεολογίας του Παύλου, στο Φαντασιακή…ο.π.
[xiii] Θ. Λίποβατς, Δοκίμιο για τη Γνώση και τον γνωστικισμό, Αθήνα 2006. Του ιδίου Η απατηλή σαγήνη και η διαβρωτική βία του κακού, Αθήνα 2012.
[xiv] Ε. Gentile, Die Sakralisierung der Politik, στο H. Maier (Hrsg.), Wege in die Gewalt. Die modernen politischen Religionen, Frankfurt a. M. 2002, σ. 176. Θ. Λίποβατς, Ο εθνικοσοσιαλισμός ως πολιτικός μεσσιανισμός, στο Σ. Ζουμπουλάκης (επιμ.), Η μεσσιανική ιδέα και οι μεταμορφώσεις της, Αθήνα 2011.
[xv] O.π.σ. 177. Θ.Λίποβατς, Η ψυχοπαθολογία του Πολιτικού, Αθήνα 2003.
[xvi] K. Sontheimer, Antidemokratisches Denken in der Weimarer Republik, Frankfurt a. M. 1968, σ. 244-263.
[xvii] E. Gentile, o.π.σ. 178.
[xviii] Σ. Χάφνερ, Το φαινόμενο Χίτλερ. Μία ιστορική προσέγγιση, Αθήνα 2005. Σ. Φρόϋντ, Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ, Αθήνα 1994.
[xix] Η. Kiesel, Der Nationalsozialismus. Faszination durch Erfolg? στο H. Maier (Hg.), o.π.σ. 144-5.
[xx] O.π.σ. 146.
[xxi] Ο.π.σ. 155-6, 159. S. Friedländer, Kitsch und Tod. Der Widerschein des Nazismus, Frankfurt a.M. 1986. Θ. Λίποβατς, «Ο συγκαλυμμένος αντισημιτισμός», στο Β. Γεωργιάδου, Α. Ρήγος (επιμ.), Αουσβιτς. Το γεγονός και η μνήμη του, Αθήνα 2007.
[xxii] Μ. Μπρούμλικ, Οι Γνωστικοί. Το όνειρο της αυτολύτρωσης του ανθρώπου. Αθήνα 2006, σ. 404-419. Θ. Λίποβατς, Ν. Δεμερτζής, Β. Γεωργιάδου, Θρησκείες και Πολιτική στη Νεωτερικότητα, Αθήνα 2002.
[xxiii] Π.-Α. Ταγκυέφ, Τι είναι ο αντισημιτισμός; , Αθήνα 2011. (σύγχρονη Εβραιοφοβία).
[xxiv] Β. Γεωργιάδου, Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης, Αθήνα 2008. Σ. Ζουμπουλάκης, Ανίερη Συγκυβέρνηση. Μια διάλεξη για την ελληνική κρίση. Αθήνα 2011.